“Μια μητέρα θα ντύσει την κόρη της στα γαλάζια, αλλά ένας πατέρας δε θα αφήσει ποτέ τον γιο του να βάλει ροζ”, έγραφαν οι Τάιμς του Λονδίνου το 1959. Κι όμως, μερικές δεκαετίες πριν, οι ρόλοι των φύλων ήταν αντεστραμμένοι.
Μέχρι το 1920, έντυναν όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στα λευκά. Δε θεωρούσαν τον διαχωρισμό ανάμεσα σε κορίτσια και αγόρια τόσο σημαντικό, όσο τον διαχωρισμό των παιδιών απ’ τους ενηλίκους. Γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν τα άσπρα ρούχα, για να συμβολίσουν την αθωότητα.
Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, τα λευκά ρούχα άρχισαν να αντικαθίστανται με χρωματιστά, αλλά όχι όπως νομίζουμε σήμερα. Με ροζ έντυναν τα αγόρια και με μπλε τα κορίτσια. Το ροζ ήταν η “παιδική” έκδοση του κόκκινου, του χρώματος που συνδεόταν με το πάθος και τον αντρισμό.
Στη Βρετανία μάλιστα, οι στολές των στρατιωτών ήταν κόκκινες, γι’ αυτό πολύ θεωρούσαν ότι ένα αγόρι αρμόζει να το ντύνουν μόνο με ροζ.
Στα μπλε, απ’ την άλλη, ήταν πολλές φορές ντυμένη η Παναγία και πολλοί υποθέτουν ότι από εκεί προέκυψε η συνήθεια να φορούν τα μικρά κορίτσια γαλάζια ρούχα. Το γαλάζιο θεωρείτο επίσης ένα απαλό, ντελικάτο χρώμα, που ταίριαζε καλύτερα σε ένα κορίτσι από το έντονο ροζ.
Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, η μόδα άλλαξε ανεξήγητα και έμεινε ίδια μέχρι τις μέρες μας, με το μπλε να σηματοδοτεί το αγόρι και το ροζ το κορίτσι.
Η καθηγήτρια Τζο Παολέττι του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ, υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να ισχύει το αντίθετο, καθώς η επιλογή των χρωμάτων για το κάθε φύλο δεν είχε καμία σχέση με τον συμβολισμό. Τα χρώματα αυτά προτιμούσαν οι Αμερικάνοι όταν ψώνιζαν ρούχα για τα παιδιά τους και η ζήτηση στην αγορά οδήγησε στην καθιέρωσή τους.