Το 1939, ξεκίνησε τη δράση της στο Κορέτζιο της Ιταλίας, μια από τις πιο αιμοχαρείς, κατά συρροή, δολοφόνους. Η Λεονάρντα Τσιαντσούλι δολοφόνησε τρεις γυναίκες. Τεμάχισε τα πτώματα τους, τα έκανε σαπούνι και κέικ και τα προσέφερε σε φίλους και γείτονες. Έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «σαπουνοποιός του Κορέτζιο».
Η Τσιαντσούλι είχε γεννηθεί στη Μοντέλλα της Ιταλίας το 1894. Σε εφηβική ηλικία, αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα, ενώ είχε προσπαθήσει δύο φορές να αυτοκτονήσει.
Το 1917, παντρεύτηκε τον αγαπημένο της Ραφαέλ Πανσάρντι. Οι γονείς της δεν ενέκριναν την επιλογή της, επειδή σχεδίαζαν να την παντρέψουν με άλλον άνδρα, ανώτερης κοινωνικής τάξης. «Δεν αποδέχτηκαν την επιλογή μου και η μητέρα μου, που θα έπρεπε να με καταλάβει και να με στηρίξει, με καταράστηκε. Γι’ αυτό πήγαν όλα κατά διαόλου», έλεγε η Τσιαντσούλι χρόνια αργότερα.
Το 1921 το ζευγάρι βρέθηκε στη Λόρια, όπου η Λεονάρντα μπήκε άδικα στη φυλακή για απάτη το 1927. Όταν αφέθηκε ελεύθερη, μετακόμισε με το σύζυγό της σε διπλανή πόλη. Ωστόσο, αναγκάστηκαν ξανά να μετακομίσουν – στο Κορέτζιο αυτή τη φορά – όταν το σπίτι τους ισοπεδώθηκε από σεισμό το 1930.
Η Τσιαντσούλι άνοιξε ένα μικρό κατάστημα και ήταν πολύ αγαπητή και συμπαθής στους γείτονες.
Έμεινε έγκυος 17 φορές, εκ των οποίων τις τρεις απέβαλε, ενώ 10 παιδιά της πέθαναν από διάφορες αρρώστιες. Αυτός ήταν και ο λόγος που έδειχνε υπερπροστατευτική απέναντι στα 4 εναπομείναντα παιδιά της.
Οι φόβοι της προέρχονταν από την προφητεία κάποιου μάντη, ο οποίος της είχε πει, στο παρελθόν, ότι θα παντρευτεί, θα κάνει παιδιά, αλλά όλα θα βρουν τραγικό θάνατο.
Η Τσιαντσούλι, βλέποντας πως η προφητεία είχε αρχίσει να επαληθεύεται, δεν έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια. Επισκέφτηκε έναν Ρουμάνο, ο οποίος μπορούσε να διαβάσει τη μοίρα στις παλάμες των χεριών.
«Στο δεξί σου χέρι βλέπω φυλακή, ενώ στο αριστερό σου βλέπω άσυλο ανιάτων», ήταν η πρόβλεψή του.
Το 1939, ήρθε η στιγμή να καταταγεί στο στρατό ο γιος της Τζουζέπε. Μην έχοντας ξεχάσει τα λόγια του Ρουμάνου, αποφάσισε να προστατεύσει τον πολυαγαπημένο της γιο, με οποιοδήποτε κόστος.
Κατέληξε στο συμπέρασμα πως για να τα καταφέρει, θα έπρεπε να κάνει ανθρωποθυσία. Άρχισε να ψάχνει τα υποψήφια θύματά της, παρακολουθώντας στενά τους γείτονες. Σύντομα κατέληξε σε τρεις μεσήλικες γυναίκες, με τις οποίες διατηρούσε φιλικές σχέσεις.
Η Τσιαντσούλι καλούσε τις ανυποψίαστες γυναίκες στο σπίτι της. Τους προσέφερε κρασί στο οποίο είχε ρίξει ηρεμιστικά και τις σκότωνε με τσεκούρι. Στη συνέχεια, έσερνε τα πτώματα στο υπόγειο. Εκεί τα τεμάχιζε σε 9 κομμάτια και τα κρέμαγε στην ντουλάπα για να στραγγίζει το αίμα.
«Έβαζα τα απομεινάρια που δεν ήθελα σε μια λεκάνη. Πρόσθετα 7 κιλά καυστικής σόδας την οποία είχα αγοράσει για να φτιάχνω σαπούνια. Όταν έπαιρναν σκούρο χρώμα τα μάζευα και τα πέταγα σε ένα βόθρο λίγα μέτρα παρακάτω από το σπίτι μου. Τα υπόλοιπα που έβαζα να στραγγίζουν, τα στέγνωνα στο φούρνο και τα ανακάτευα με αλεύρι, ζάχαρη, γάλα, σοκολάτα και αυγά, έβαζα και λίγη μαργαρίνη και έκανα ένα μείγμα. Έφτιαχνα πολλά τραγανιστά κεκάκια, τα έψηνα και τα σερβίριζα στις κυρίες που έρχονταν για επίσκεψη. Είχα φάει και εγώ και ο Τζουζέπε από τα κέικ αυτά», ομολόγησε η δράστης στην αστυνομία.
Τα δύο θύματα έγιναν κέικ, με την Τσιαντσούλι να ακολουθεί την τακτική που περιέγραψε. Ωστόσο, δεν συνέβη το ίδιο με το τρίτο πτώμα. Επέλεξε αυτή τη φορά να το λιώσει και να το κάνει σαπούνι.
«Την έβαλα σε λεκάνη με οξύ όπως και τις άλλες δύο. Η σάρκα της όμως ήταν λευκή και χοντρή. Όταν έλιωσε, πρόσθεσα ένα μπουκάλι κολόνια, έβρασα το μείγμα για πολλές ώρες και έπειτα από ειδική επεξεργασία, έβγαλα ένα υπέροχο κρεμώδες σαπούνι. Έβγαλα πολλά κομμάτια, τα οποία και έδωσα στους γείτονες και τους πελάτες από το μαγαζί. Τα κεκάκια της όμως ήταν το κάτι άλλο. Αυτή η γυναίκα ήταν πολύ γλυκιά», παραδεχόταν κυνικά η δράστης.
Η σύλληψη και η δίκη
Η Τσιαντσούλι συνελήφθη όταν η αδερφή ενός εκ των θυμάτων είχε υποψίες για το τι συνέβαινε στο σπίτι της αδίστακτης γυναίκας. Εξέφρασε τους φόβους της στην αστυνομία, η οποία διεξήγαγε έρευνα στην οικία της. Δεν χρειάστηκε να εντοπιστούν ευρήματα, καθώς η Λεονάρντα ομολόγησε αμέσως τους φόνους.
Όπως εξακριβώθηκε από τις αρχές, η Τσιαντσούλι είχε αποσπάσει τεράστια χρηματικά ποσά και τιμαλφή μεγάλης αξίας από τα θύματα της, μετά τις δολοφονίες.
Η δίκη
Κατηγορήθηκε για τρεις δολοφονίες εκ προμελέτης και οδηγήθηκε σε δίκη το 1946.
«Παραχώρησα την κουτάλα με την οποία αφαιρούσα το ανθρώπινο λίπος από τη χύτρα στη χώρα μου, η οποία είχε τόση ανάγκη για μέταλλο τις τελευταίες μέρες του πολέμου», φώναζε η δράστης κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση και σε 3 χρόνια εγκλεισμού σε άσυλο ανιάτων. Πέθανε στο άσυλο «Pozzuoli» τον Οκτώβριο του 1970 από όγκο στο κεφάλι.
Πολλά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε για να φτιάξει τα κέικ και τα σαπούνια, σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Εγκληματολογίας στη Ρώμη.