«Αδελφοί Ράιτ, Η άγνωστη ιστορία των ανθρώπουν που άλλαξαν τον κόσμο». David McCullough, εκδόσεις Key Books
Στη φωτογραφία των αδερφών Ράιτ, την καλύτερη απ’ όλες, φαίνονται καθισμένοι πλάι πλάι στα σκαλοπάτια της πίσω βεράντας του οικογενειακού σπιτιού των Ράιτ, σε ένα μικρό δρομάκι του δυτικού Ντέιτον.
‘Ετος 1909, στο απόγειο της δόξας τους. Ο Γουίλμπερ στα 42, ο Όρβιλ στα 38. Ο Γουίλμπερ με μακρουλό ανέκφραστο πρόσωπο κοιτάζει πλαγίως σαν να έχει αλλού το μυαλό του, πράγμα διόλου απίθανο.
Είναι λεπτός, σχεδόν λιπόσαρκος με μακριά μύτη και πιγούνι, φρεσκοξυρισμένος και φαλακρός.
Φοράει λιτό σκούρο κοστούμι και παπούτσια με κορδόνια στο στιλ του ιεροκήρυκα πατέρα τους.
Ο Όρβιλ κοιτάζει κατάματα την κάμερα με τα πόδια σταυροπόδι και ύφος ατάραχο. Είναι λίγο πιο εύσωμος, μοιάζει νεότερος από τον αδερφό του, με λιγοστά μαλλιά και ένα περιποιημένο μουστάκι. Φοράει πιο ανοιχτόχρωμο και πιο καλοραμμένο κοστούμι, κάλτσες με ρόμβους και σκαρπίνια.
Για τους Ράιτ, οι ρόμβοι ήταν ό,τι πιο εξεζητημένο θα φόραγαν ποτέ.
Στην πόζα τους ξεχωρίζουν επίσης πολύ εύλογα τα χέρια τους, τα εξαιρετικά επιδέξια χέρια τους, τα οποία τον καιρό που τραβήχτηκε η φωτογραφία είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο τον ερχομό μιας θαυματουργής αλλαγής για ολόκληρο τον κόσμο
Κρίνοντας από τις εκφράσεις των προσώπων τους, είχαν ελάχιστη ή και καμία αίσθηση του χιούμορ, πράγμα κάθε άλλο παρά αληθές.
Σε κανέναν από τους δύο δεν άρεσε να ποζάρει στον φωτογραφικό φακό.
«Για να πούμε την αλήθεια», έγραψε κάποτε ένας ρεπόρτερ, «ο φωτογραφικός φακός δεν είναι φίλος των δύο αδελφών…». Όμως το πιο ασυνήθιστο στη συγκεκριμένη πόζα είναι ότι κάθονται χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα, πράγμα που δεν γινόταν σχεδόν ποτέ.
Όπως πολύ καλά γνώριζαν στο Ντέιτον, οι δυο τους ήταν εντυπωσιακά αυτόνομοι, εργατικοί και ουσιαστικά αχώριστοι. «Αχώριστοι σαν δίδυμοι», έλεγε ο πατέρας τους «αναντικατάστατοι» ο ένας για τον άλλον.
Έμεναν στο ίδιο σπίτι, δούλευαν μαζί έξι μέρες την εβδομάδα, έτρωγαν μαζί, φύλαγαν τα χρήματά τους σε κοινό λογαριασμό. «Σκεφτόμαστε μαζί» έλεγε ο Γουίλμπερ. Τα μάτια τους είχαν το ίδιο γκριζογάλανο χρώμα, αν και του Όρβιλ ήταν λιγότερο έντονα και πιο κοντά το ένα στο άλλο.
Ο γραφικός χαρακτήρας τους έμοιαζε αρκετά- πάντοτε ίσιος και ευανάγνωστος, όπως του πατέρα τους και οι φωνές τους έμοιαζαν τόσο που, αν κάποιος τους άκουγε από μακριά, με δυσκολία ξεχώριζε ποιος από τους δύο μιλάει.
Οι ομοιότητες των δύο αδερφών
Ο Όρβιλ ήταν πάντοτε εμφανώς πιο καλοντυμένος, αλλά ο Γουίλμπερ, με ύψος σχεδόν ένα ογδόντα, ήταν λιγάκι ψηλότερος και συνήθιζαν να λένε κυρίως στη Γαλλία ότι οι γυναίκες τον έβρισκαν κάπως μυστηριώδη και πολύ γοητευτικό.
Και οι δυο αγαπούσαν τη μουσική και τη μαγειρική. Είχαν τρομερή ενέργεια και γι’αυτούς η σκληρή δουλειά εκτός Κυριακής ήταν τρόπος ζωής.
Πρακτικά τα πήγαιναν καλά, γνώριζε ο ένας τα προτερήματα του άλλου και τις ιδιαιτερότητές του.
Βέβαια τα πράγματα δεν κυλούσαν πάντα ομαλά. Ενίοτε γίνονταν εξαιρετικά απαιτητικοί και επικριτικοί μεταξύ τους.
Όχι μόνο δεν λαχταρούσαν τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά έκαναν ότι μπορούσαν για να τα αποφεύγουν.
Ενώ σε γενικές γραμμές ο Όρβιλ είχε έναν κανονικό ρυθμό, οι κινήσεις του Γουίλμπερ διέθεταν «τρομακτική ενέργεια». Χειρονομούσε έντονα όταν μιλούσε, περπατούσε με μεγάλες και γρήγορες δρασκελιές.
Ο Γουίλμπερ ήταν από τη φύση του πιο σοβαρός, πιο σχολαστικός και στοχαστικός. Είχε εντυπωσιακή μνήμη, θυμόταν ό,τι κι αν έβλεπε, άκουγε ή διάβαζε.
«Η πιο ισχυρή εντύπωση που δίνει σε κάποιον ο Γουίλμπερ Ράιρ», είπε κάποτε ένας παλιός συμμαθητής του, «είναι ενός ανθρώπου που ζει κυρίως σε έναν δικό του κόσμο». Σχεδόν κάθε πρωί, βυθισμένος στις σκέψεις του, έβγαινε βιαστικά από το σπίτι χωρίς το καπέλο και πέντε λεπτά αργότερα ξαναγύριζε για να το πάρει.
Επίσης, ο Γουίλμπερ παρέμενε ατάραχος σχεδόν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, «χωρίς ποτέ να πανικοβάλλεται» όπως συνήθιζε να λέει ο πατέρας του.
Ο Όρβιλ ήταν ο πιο μειλίχιος από τους δύο. Παρότι στο σπίτι ήταν ομιλητικός και διασκεδαστικός, εκτός σπιτιού ήταν αβάσταχτα ντροπαλός και αρνιόταν να εκτεθεί δημόσια, αφήνοντας αυτό το κομμάτι στον Γουίλμπερ.
Εργένηδες και ρεπουμπλικάνοι
Δεν έπιναν βαριά ποτά ούτε κάπνιζαν ούτε χαρτόπαιζαν και παρέμειναν και οι δύο «ανεξάρτητοι» ρεπουμπλικάνοι.
Ήταν εργένηδες και όλα έδειχναν ότι σκόπευσαν να παραμείνουν. Ο Όρβιλ ισχυριζόταν ότι έπρεπε να παντρευτεί πρώτος ο Γουίλμπερ ως μεγαλύτερος. Ο Γουίλμπερ, υποστήριζε ότι δεν είχε χρόνο ακόμα για συζύγους. Ο κόσμος τον θεωρούσε «ντροπαλό με τις γυναίκες».
Όπως είπε κάποιος συνεργάτης του, ο Γουίλμπερ είχε τρομερή «νευρικότητα» όταν βρισκόταν ανάμεσα σε νεαρές γυναίκες.
Πάνω από όλα όμως, εκείνο που μοιράζονταν οι δύο άντρες ήταν ο κοινός σκοπός και η ανυποχώρητη αποφασιστικότητα. Ήταν ταγμένοι σε μια «αποστολή», την κατασκευή του πρώτου αεροπλάνου στον κόσμο.