Πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου, η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Όπως ισχυρίστηκε σκοπός ήταν «να αποκαταστήσει την ειρήνη και τη συνταγματική τάξη μετά το πραξικόπημα της Ελλάδας». Την εισβολή την ονόμασε «ειρηνευτική επιχείρηση».
Η Αϊσιέ να πάει διακοπές
«Η Αϊσιέ να πάει διακοπές». Αυτός ήταν ο κωδικός που ακούστηκε το βράδυ της 19ης Ιουλίου και η αποβατική δύναμη αναχώρησε από το λιμάνι της Μερσίνας.
Η τουρκική νηοπομπή, έφθασε στην Κερύνεια στις οκτώ παρά δέκα και αποβίβασε περίπου 3.500 τούρκους στρατιώτες.
Η αεροπορία ήδη βομβάρδιζε την Κερύνεια και τη Λευκωσία. Από τη θάλασσα το ναυτικό χτύπαγε τις στρατιωτικές βάσεις ταυτόχρονα με την αεροπορία, για να καλύψουν την επιχείρηση κατάληψης της Κερύνειας.
«[…] «Κάθε χρόνο τέτοια μέρα γιορτάζαμε στο παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία. Πηγαίναμε όλοι οι Καρμιώτες, οι Τριμιθιώτες, οι Αηγιωργήτες και παίρναμε μέρος στην πανήγυρι.
Μετά κατηφορίζαμε στη θάλασσα. Εκείνη, την αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
Από το ’74 δεν ξαναγιορτάσαμε τον Προφήτη. Στις 05:30 τα ξημερώματα ξύπνησα από έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Έτρεξα στο μπαλκόνι. Είδα τους καπνούς στην Κερύνεια. Άρχισα να τσιρίζω. Οι βόμβες έπεφταν βροχή παντού. Η ζωή μας έγινε από τη μία στιγμή στην άλλη εφιαλτική. Κρυβόμουν κάτω απ΄ το κρεββάτι, μετά σε μια σπηλιά. Φοβόμασταν «μην τουρκέψουμε» και εννοούσαμε τον βιασμό.
Εκείνο το πρωινό ο πατέρας μου έφυγε προς τον αγαπημένο του Προφήτη, εκεί που κάποτε γιόρταζε, και ζήταγε όπλο. “Θκειε, όπλα εν εχουμε να δώκουμε στους στρατιώτες, που να σου δώκουμε εσένα;”. Δεν τον ξαναγιορτάσαμε τον Προφήτη μας.», διηγείται η Αντρούλα Σατραζάμη, κάτοικος Καρμιού, που από το μπαλκόνι της μπορούσε να δει όχι μόνο τις βόμβες που έπεφταν βροχή αλλά αργότερα και την απόβαση των τουρκικών δυνάμεων στο Πέντε Μίλι.
«Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Μάλλον κάνουν εκβιασμό»
Οι πολίτες βίωναν τον εφιάλτη της εισβολής ενώ η στρατιωτική ηγεσία αργοπόρησε να αντιδράσει.
Ο Διοικητής του 361 Τάγματος Πεζικού, που πήρε μέρος στις μάχες του Πενταδακτύλου, αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Χάτζος, περιγράφει εκείνες τις πρώτες ώρες.
«στις πέντε και είκοσι κτυπά το τηλέφωνο του γραφείου μου. Είναι ο συνταγματάρχης Λιανάς Σωτ., διοικητής πλέον της ΙΙΙ Ανωτέρας. Με πληροφορεί ότι: “Στ’ ανοιχτά της Κερύνειας, έξω από τα χωρικά μας ύδατα βεβαίως, έχουν εμφανιστεί μερικά τουρκικά καράβια. Όμως δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Όπως μου είπανε κι εμένα, μάλλον κάνουν εκβιασμό. Καλού-κακού όμως να έχουμε τον νου μας»».
Από την Αθήνα πέρασαν σχεδόν τρεις ώρες μέχρι να δοθεί διαταγή να εφαρμοστούν τα πολεμικά σχέδια.
Το ΕΙΡΤ, μετέδωσε την είδηση στις 11 το πρωί, 5μιση ώρες μετά την έναρξη των μαχών.
Ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν άνισος.
Περίπου 12,000 άνδρες της ΕΛΔΥΚ και της Εθνικής Φρουράς εναντίον 40,000 ανδρών του Νουρετίν Ερσίν.
Στον άνισο αγώνα οι κάτοικοι της Κύπρου, πολεμούσαν με ό,τι έβρισκαν είτε από τις στέγες των σπιτιών τους είτε μέσα στα χωράφια.
Ο ελληνικός στρατός αποδιοργανωμένος από την χουντική κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται δυναμικά στη γενική επιστράτευση.
Τα όργανα της Χούντας, με πρώτο τον Δημήτριο Ιωαννίδη, εξαφανίζονται.
Το χάος των δυνάμεων
Η ασυνεννοησία και η κακή οργάνωση χαρακτήριζε και τις δύο πλευρές.
Χαρακτηριστικό της τουρκικής πλευράς ήταν η βύθιση του αντιτορπιλικού Κοτσατεπέ από την τουρκική αεροπορία ενώ από την ελληνική η κατάρριψη των ελληνικών μεταγωγικών τύπου Νοράτλας.
«Ούτε αθύμουμαι αν μας εδώκαν όπλα τσίντες ημέρες»
Ένα από τα κυριότερα παράπονα όσων επιστρατεύτηκαν για να αντιμετωπίσουν τις τουρκικές δυνάμεις, ήταν το χάος στην οργάνωση.
Πολλοί άντρες που βρέθηκαν στις μάχες του ’74, θυμούνται «Τζιαι εμείναμε μες την Κυθρέα κι εφκάλαμε σκοπιά τη νύχτα, με τες βέρκες παρακαλώ, εν είχαμε όπλα! Τα όπλα ήταν χασιμιά!».
Μετά από τρεις ημέρες οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κερύνεια και την ευρύτερη περιοχή.
Η χούντα του Ιωαννίδη και του Σαμψών κατέρρευσαν. Η εκεχειρία που έγινε στις 23 Ιουλίου ήταν η αρχή των διαπραγματεύσεων υπό τη δύναμη των όπλων.
Η Τουρκία απαιτούσε να γίνει ομοσπονδία και οι τουρκοκύπριοι να ελέγχουν το 34% του νησιού. 150 χιλιάδες άνθρωποι πήραν το δρόμο της προσφυγιάς.
Στις 30 Ιουλίου στη Γενεύη υπεγράφη από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις κοινή διακήρυξη όπου συμφωνήθηκαν α) καμία στρατιωτική επέκταση πέραν των γραμμών της 30ης Ιουλίου, β) δημιουργία ζώνης ασφαλείας στις θέσεις που κατείχαν οι Τούρκοι, γ) σταδιακή μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων στο νησί και δ) επιστροφή στους Τουρκοκυπρίους όλων των θυλάκων που είχαν στο μεταξύ καταληφθεί από την ελληνική πλευρά.
Τίποτε δεν τηρήθηκε όμως, αφού στις 14 Αυγούστου η Κύπρος ξύπνησε υπό τον εκκωφαντικό ήχο των βομβών του Αττίλα 2.
Άσκηση ή εισβολή;
Ένα βίντεο που είδε το φως της δημοσιότητας πριν λίγες μέρες (από τον λογαριασμό του Τάσου Δημητριάδη), παρουσιάζει έναν Βρετανό δημοσιογράφο ο οποίος παρουσιάζει την εισβολή σαν μια απλή άσκηση.
«Η ώρα είναι 06:03 πμ, και τα πρώτα τουρκικά στρατεύματα έχουν ήδη προσγειωθεί στην Κύπρο. Γύρω στα πέντε πολεμικά αεροσκάφη που πέρασαν τα τελευταία λεπτά από πάνω μας, ήταν επανδρωμένα με αλεξιπτωτιστές, με τους πρώτους να έχουν ήδη ακουμπήσει την κυπριακή γη. Σ’ αυτό το σημείο βλέπουμε περίπου γύρω στους 500 στρατιώτες μαζεμένους, οι οποίοι είναι έτοιμοι να κατευθυνθούν προς τον κεντρικό δρόμο Κερύνειας – Λευκωσίας», αναφέρει ο πολεμικός ανταποκριτής του βρετανικού καναλιού ITN, Michael Nicholson.
Τα αποτελέσματα του Αττίλα
Με την ολοκλήρωση της επιχείρησης «Αττίλας 2», η Τουρκία διατηρούσε υπό την κατοχή της το 36,3% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. 60% υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας, 36,3% υπό τον έλεγχο του τουρκικού στρατού και 3,7% ουδέτερη ζώνη.
Ο Αττίλας στοίχισε τη ζωή ανθρώπων, περιουσίες χάθηκαν, οι αγνοούμενοι έγιναν μια ανοικτή πληγή και ένα βασανιστήριο διαρκείας, ενώ η οικονομία κλονίστηκε.
Η γη που χάθηκε ήταν από τις πιο εύφορες του νησιού. Η κτηνοτροφία και η γεωργία επλήγησαν. Καίριο πλήγμα ως εκ τούτου δημιουργήθηκε σε όλους τους τομείς της οικονομίας καθώς χάθηκαν πλουτοπαραγωγικές πηγές, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, το λιμάνι της Αμμοχώστου και περιοχές με τουριστική κίνηση και υποδομές.
Μνημεία και εκκλησιές καταστράφηκαν.
Οι δολοφονίες, οι βιασμοί, οι εγκλωβισμένοι και οι αγνοούμενοι, ήταν τα διαπιστευτήρια της τουρκικής θηριωδίας.
Περισσότεροι από 2000 αιχμάλωτοι, μεταφέρθηκαν στα κελιά της Τουρκίας, οπού κακοποιήθηκαν.
Η Τουρκία επεδίωξε τη δημογραφική αλλοίωση του νησιού εις βάρος των Ελληνοκύπριων και των Τουρκοκύπριων. Οι έποικοι έφθαναν συνεχώς αλλάζοντας την ταυτότητα του νησιού.
Οι τουρκοκύπριοι αποτελούν πια μειονότητα έναντι των τούρκων εποίκων.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Πορτρέτα που καταγράφουν το μαράζι της εισβολής. Η αποτύπωση της προσφυγιάς και του σοκ που προκάλεσε η τουρκική κατοχή