Ο Οινέας ήταν βασιλιάς της πόλης της Αιτωλίας, η οποία ήταν γνωστή και ως Καλυδώνος.
Κάποια στιγμή θέλησε να ευχαριστήσει τους θεούς για την πλούσια σοδειά που προσέφεραν σε εκείνον και τους υπηκόους τους.
Όπερ και εγένετο. Πρόσφερε τους πρώτους καρπούς στη θεά Δήμητρα, το καινούργιο κρασί της χρονιάς στο Βάκχο και το φρέσκο ελαιόλαδο στην Αθηνά.
Μόνο στον βωμό της Αρτέμιδος δεν έγινε κάποια προσφορά. Όπως ήταν αναμενόμενο, η θεά εξοργίστηκε και ένιωσε προσβεβλημένη.
Για να τον τιμωρήσει για την αλαζονεία και την αμέλειά του, έστειλε στην ύπαιθρο της Καλυδώνος έναν κάπρο.
Λέγεται ότι από τα μάτια του έβγαιναν φωτιές, το ρύγχος και η ράχη ήταν καλυμμένα από αγκάθια, ενώ η ανάσα του έκαιγε τα αμπέλια και τους ελαιώνες.
Άλλοτε ποδοπατούσε τα σιτηρά που μόλις φύτρωναν και άλλοτε τα κατέστρεφε λίγο πριν από τον θερισμό.
Ο λαός δεν μπορούσε να προστατεύσει τα χωράφια του και η αφθονία είχε δώσει τη θέση της στη πείνα.
Ενώ το τέρας σκόρπιζε τον τρόμο και την καταστροφή στο διάβα του, ο Μελέαγρος, ο οποίος ήταν γιος του Οινέα, αποφάσισε να το σκοτώσει και να λυτρώσει την περιοχή.
Ωστόσο, δεν μπορούσε να το κάνει μόνος του. Στην επιχείρηση τον συνόδευσε και ομάδα θαρραλέων ανδρών οι οποίοι το μόνο που ζητούσαν ήταν να δοξαστούν για τα κατορθώματα τους.
Μαζί τους πήγε και η Αταλάντη, η κόρη του βασιλιά της Αρκαδίας Ιάσιου.
Όταν την αντίκρισε ο Μελέαγρος την ερωτεύτηκε παράφορα, αλλά δεν της φανέρωσε την αγάπη του, αφού ετοιμαζόταν να ριχτεί στον αγώνα για να εξολοθρεύσει τον κάπρο.
Το κυνήγι του κάπρου
Η ομάδα έφτασε στη φωλιά του τέρατος και άρχισε να στήνει παγίδες. Μόλις αυτό άκουσε θόρυβο, πετάχτηκε έξω.
Οι άνδρες τράβηξαν τις λόγχες τους, αλλά ήταν μάταιο. Κανείς δεν μπορούσε να το τραυματίσει και να το ρίξει στο έδαφος. Μόνο η Αταλάντη κατάφερε να το πετύχει με το βέλος της κάτω από το αυτί.
Ωστόσο, οι υπόλοιποι αισθάνθηκαν ντροπή επειδή μια γυναίκα τους είχε ξεπεράσει και άρχισαν να επιτίθενται στον κάπρο με μανία. Η ταραχή τους ήταν τόσο μεγάλη που ο ένας εμπόδιζε τον άλλον. Η χαριστική βολή που τον σκότωσε δόθηκε από το χέρι του Μελέαγρου ο οποίος του κάρφωσε τη λόγχη στη ράχη.
«Δίκαιο είναι ωραία Αταλάντη να μοιραστούμε το θήραμα, γιατί στη νίκη αυτή συνέβαλες κατά πολύ», αποκρίθηκε ο Μελέαγρος και της προσέφερε την προβιά του ζώου. Η κοπέλα γοητεύτηκε, αλλά οι γιοι του Θέστιου και θείοι του Μελέαγρου, διαμαρτυρήθηκαν και της άρπαξαν το λάφυρο από τα χέρια.
Εκείνος, τυφλωμένος από οργή, τους διαπέρασε με το ξίφος του και τους σκότωσε, δίχως να σκεφτεί τους δεσμούς αίματος που τους συνέδεε. Η μητέρα του η Αλθαία, όταν πληροφορήθηκε πως ο φονιάς των αδερφών της ήταν ο ίδιος της ο γιος, θέλησε να πάρει εκδίκηση.
Η μοίρα του Μελέαγρου
Όταν γεννήθηκε ο Μελέαγρος, οι Μοίρες έβαλαν στη φωτιά ένα κούτσουρο, στο οποίο είχαν δέσει τη ζωή του. Είχαν αποφασίσει πως θα ζούσε μέχρι να καεί εντελώς.
Η Αλθαία κρυφά είχε τραβήξει το ξύλο, το είχε σβήσει και το είχε φυλάξει, ώστε να κρατηθεί ο γιος της στη ζωή.
Μετά τον θάνατο των αδερφών της όμως, το πήρε και διέταξε να ανάψουν οι Μοίρες φωτιά για να το ρίξει πάλι μέσα. Η μητρική αγάπη κράτησε το χέρι της αρκετές φορές, αλλά τελικά η αγάπη της αδερφής υποσκέλισε εκείνη της μητέρας. Γεμάτη μένος το άρπαξε και το πέταξε στις φλόγες.
Όταν το κούτσουρο έγινε στάχτη, ο Μελέαγρος πέθανε και γλίτωσε από τα βάσανά του.
Η Αλθαία, η οποία είχε πέσει θύμα της απελπισίας της και έχοντας διαπράξει ένα τέτοιο έγκλημα, αυτοκτόνησε για να βρεθεί κοντά στον γιο της.
Αντλήθηκε υλικό από το βιβλίο «Ελληνική Μυθολογία. Ο Ναός Των Μουσών», εκδόσεις ΜΙΛΗΤΟΣ»