Το απόγευμα της 8ης Μαΐου 1998 ένας βοσκός εντοπίζει στην περιοχή Κατζιλιέριζα – Σέσι Γραμματικού, το διαμελισμένο πτώμα μιας γυναίκας, καταφαγωμένο από τα σκυλιά.
Αμέσως ειδοποιεί τις αρχές που αρχίζουν εκτεταμένες έρευνες στην περιοχή. Ανάμεσα σε θάμνους, μέσα σε ένα καφέ σακάκι, ανακαλύπτουν ένα γυναικείο κρανίο με αποκολλημένα μακριά μαλλιά και τα οστά ενός χεριού κομμένου στο ύψος του αγκώνα.
Σε ένα δάχτυλο υπήρχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι. Σε απόσταση μερικών μέτρων βρέθηκαν δύο γυναικείες μαύρες μπότες με κομμάτια υφάσματος από παντελόνι.
Τρεις μέρες αργότερα οι αστυνομικοί βρίσκουν σε θαμνώδη έκταση στην ίδια περιοχή το πτώμα ενός άνδρα, καταπλακωμένο από μεγάλες πέτρες.
Ήταν κανονικά ντυμένο, αλλά τα ρούχα ήταν φθαρμένα. Γύρω από το κεφάλι ήταν δεμένη μια λουρίδα υφάσματος σχισμένη από το πουκάμισό του, η οποία του έκλεινε το στόμα. Τα χέρια του ήταν δεμένα στους καρπούς με κομμάτια από τη γραβάτα του.
Ήταν τα πτώματα της 32χρονης Σούλας Καλαθάκη και του 46χρονου Γιώργου Νικολαΐδη, που οι αρχές αναζητούσαν για πέντε μήνες και δέκα ημέρες, από τότε δηλαδή που είχε δηλωθεί η εξαφάνισή τους.
Το ζευγάρι εξαφανίστηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1997.
Είχαν πάει με το αυτοκίνητό τους σε τράπεζα στην οδό Πατησίων για κάποια συναλλαγή, που ήθελε να κάνει ο Νικολαΐδης. Έξω από το κατάστημα συναντήθηκαν με έναν φίλο τους και πήγαν για έναν γρήγορο καφέ σε διπλανή καφετέρια. Σύμφωνα με τον φίλο τους στο διάστημα που έμειναν όλοι μαζί ο Νικολαΐδης δέχθηκε πολλές κλήσεις στο κινητό του και κλείστηκε ένα επείγον ραντεβού.
Όταν σηκώθηκαν να φύγουν, ο Νικολαϊδης είπε στην Καλαθάκη ότι πρέπει να πάνε σε άλλη τράπεζα να εισπράξουν χρήματα «γιατί εκεί που θα πάμε θα τα χρειαστούμε». Από εκείνη τη στιγμή τα ίχνη του ζευγαριού χάθηκαν.
Η εξαφάνιση
Ο Γιώργος Νικολαΐδης φωτογράφος στο επάγγελμα ασχολούνταν με διαφόρων ειδών επιχειρήσεις, όπως εμπόριο, πετρελαιοειδή, χρηματοπιστωτικά. Μάλιστα είχε αποκτήσει μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Με την Σούλα Καλαθάκη, κομμώτρια και πρώην ιδιοκτήτρια μίνι μάρκετ, γνωρίστηκαν μέσω ενός κοινού φίλου. Ο Νικολαϊδης προσέλαβε την Καλαθάκη σε μια από τις επιχειρήσεις του και γρήγορα έγιναν ζευγάρι.
Από το απόγευμα της 28ης Νοεμβρίου οι γονείς τους άρχισαν να τους ψάχνουν στα κινητά αλλά μάταια. Δύο 24ωρα αργότερα η μητέρα της Καλαθάκη και η πατέρας του Νικολαϊδη δήλωσαν στην αστυνομία την εξαφάνιση των παιδιών τους. Λίγες ημέρες αργότερα, ο πατέρας του Νικολαΐδη καταθέτει μήνυση κατά αγνώστων για διάρρηξη, που είχε γίνει στο σπίτι του παιδιού του τη νύχτα της 1ης Δεκεμβρίου. Οι δράστες είχαν μπει με αντικλείδι και είχαν αφαιρέσει μετοχές και επιταγές εταιρείας του Νικολαΐδη. Μετά από μερικές ημέρες βρέθηκε το αυτοκίνητο του Νικολαΐδη παρκαρισμένο στην Κηφισιά.
Ενώ οι έρευνες της αστυνομίας συνεχίζονταν κάποιοι άρχισαν να κάνουν αγορές μεγάλης αξίας με τις πιστωτικές κάρτες του επιχειρηματία και να εξαργυρώνονται οι επιταγές που είχαν αφαιρεθεί από το σπίτι του.
Τέτοιες κινήσεις γίνονταν όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Άμστερνταμ και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Ο Παναγιώτης Κράμπης
Από τα στοιχεία που συγκέντρωνε η Ασφάλεια προέκυπτε ότι κάποιος Παναγιώτης Κράμπης, φίλος του Νικολαϊδη, είχε πιθανότατα σχέση με την εξαφάνιση του ζευγαριού αλλά και με τις τραπεζικές συναλλαγές.
Ο Κράμπης προφανώς για να θολώσει τα νερά είχε τηλεφωνήσει και στην εκπομπή «Φως στο Τουνελ», που ασχολήθηκε πολύ με την υπόθεση της εξαφάνισης, λέγοντας πως ο Νικολαϊδης βρισκόταν στο Λονδίνο.
Η κατάθεση της αρραβωνιαστικιάς
Η αστυνομία έφτασε στα ίχνη της αρραβωνιαστικιάς του, Μαρίας – Μάνιας Χωραΐτου, την οποία εντόπισε τον Απρίλιο του 1998 στις αφίξεις του αεροδρομίου από Λονδίνο και οδηγήθηκε στην Ασφάλεια για εξέταση.
Η Χωραΐτου έκανε συγκλονιστικές αποκαλύψεις στην κατάθεσή της, λέγοντας πως ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο με τον αγαπημένο της, της είπε ότι Ιταλοί μαφιόζοι απήγαγαν τον Νικολαΐδη και τον σκότωσαν όταν επιχείρησε να αποδράσει, ενώ για την Καλαθάκη της είπε ότι δεν βρισκόταν μαζί του κι ότι κάπου κρύβεται.
Η Χωραΐτου φορούσε πανάκριβο δαχτυλίδι και παλτό. Όπως είπε, της τα είχε αγοράσει ο Κράμπης με πιστωτικές του Νικολαϊδη.
Παρέδωσε στους αστυνομικούς και μία τραπεζική κάρτα του επιχειρηματία, που είχε κρύψει ο Κράμπης στο σπίτι της.
Είπε επίσης ότι στις αρχές Δεκεμβρίου, δηλαδή λίγες ημέρες μετά την εξαφάνιση του ζευγαριού, ο Κράμπης της είχε παραδώσει 5 εκατομμύρια δραχμές, λέγοντας ότι προέρχονται από δουλειές που είχε κάνει με κάτι Ιταλούς.
Η Χωραϊτου μίλησε και για τους φίλους του Κράμπη, που τον είχαν βοηθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό μέσω Ιταλίας, όπως τον Μάριο Ασημάκη και τον Θεόδωρο Κράλλη.
Εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης σε Ελλάδα κι εξωτερικό και στις 16 Απριλίου 1999, η Ιντερπόλ ενημέρωσε την Ασφάλεια ότι είχε συλληφθεί το Λονδίνο ο Παναγιώτης Κράμπης, ο οποίος στη συνέχεια εκδόθηκε στην Ελλάδα.
Η δίκη και η απόφαση
Συνολικά 9 άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη για την υπόθεση. Ο Κράμπης ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πάρει μέρος στην απαγωγή και τη δολοφονία και ότι δεν ήξερε ποιοι και γιατί την είχαν διαπράξει.
Έξι μήνες μετά την έναρξη της δίκης στις 8 Ιουλίου 2002, ο Παναγιώτης Κράμπης καταδικάζεται σε δις ισόβια και 25 χρόνια από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία και σωρεία άλλων αδικημάτων, μεταξύ των οποίων αυτά της αρπαγής, εκβίασης, απάτης και πλαστογραφίας. Δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό.
Ο Μάριος Ασημάκης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 25 ετών για άμεση συνέργεια στις δύο ανθρωποκτονίες.
Ο Ηλίας Μαζαράκης – επονομαζόμενος και «γιατρός» – που κατηγορήθηκε για τη διπλή δολοφονία, καταδικάστηκε για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία σε ποινή φυλάκισης εννιά μηνών. Ήταν απών κατά τη διάρκεια της δίκης και παρά τα εντάλματα, δεν είχε εντοπιστεί. Δικάστηκε μόνο για τα πλημμελήματα.
Ο Θεόδωρος Κράλλης, ο οποίος φερόταν ως συνεργός του Κράμπη, αθωώθηκε από την κατηγορία της διπλής δολοφονίας, αλλά και από τις κατηγορίες της αρπαγής και της εκβίασης και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τριών μηνών, μόνο για απλή συνέργεια σε πλαστογραφία.
Η Χωραΐτου και άλλοι τέσσερις κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν, καθώς σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν στοιχειοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου ο Κράμπης, ο Μαζαράκης, ο Κράλλης, ο Ασημάκης κι ένας Αλβανός αγνώστων λοιπών στοιχείων παρέσυραν το ζευγάρι στην Κηφισιά, με σκοπό να αποσπάσουν τα PIN των πιστωτικών καρτών του Νικολαΐδη και των λογαριασμών του.
Με απειλές για τη ζωή τους και χρήση σωματικής βίας εξανάγκασαν τον Νικολαΐδη να τους παραδώσει τα κλειδιά του σπιτιού του και τα PIN.
Στη συνέχεια ο Κράμπης έπεισε τον Μαζαράκη και τους μετέφερε σε ερημική τοποθεσία της Πεντέλης, όπου τους σκότωσε, ενώ ήταν δεμένοι, χτυπώντας τα κεφάλια τους με σιδερένιο λοστό. Κατόπιν μετέφερε τα πτώματα στο Σέσι Γραμματικού, όπου και τα εγκατέλειψε.
Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου προκάλεσε την έντονη αντίδραση των συγγενών του Γιώργου Νικολαΐδη και της Σούλας Καλαθάκη, η μητέρα της οποίας έκανε λόγο για δίκη-παρωδία.