Tου Rick Beyer
Στην Ινδία, τον 13ο αιώνα, εμφανίστηκε μια μυστική αίρεση Ινδουιστών οι οποίοι λάτρευαν την Κάλι, τη θεά της καταστροφής. Η αίρεση παρέμεινε ισχυρή και φόβητρο για περισσότερα από πεντακόσια χρόνια.
Τα μέλη της αίρεσης ζούσαν συνηθισμένη ζωή στο μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αλλά το φθινόπωρο εξορμούσαν στην ύπαιθρο σε ομάδες, αναζητώντας πλούσιους ταξιδιώτες για να τους σκοτώσουν και να τους θυσιάσουν στη θεά τους.
Είχαν συγκεκριμένη μέθοδο για να παραπλανήσουν τους ανυποψίαστους ξένους. Ένα μέλος της ομάδας, συνήθως γυναίκα, πλησίαζε τον υποψήφιο θύμα με φιλικές διαθέσεις, ενώ οι άλλοι περίμεναν την ευκαιρία να χτυπήσουν.
Προτιμούσαν να παρασύρουν το θύμα σ’ ένα απομονωμένο σημείο, να γλιστρούν αθόρυβα από πίσω του και να το στραγγαλίζουν με μια λουρίδα από ύφασμα που είχαν γι’αυτόν το σκοπό.
Επειδή πίστευαν ότι στη θεά άρεσε να βλέπει αίματα, τα θύματα συνήθως στραγγαλίζονταν και στη συνέχεια «θυσιάζονταν». Αλλά και ο πνιγμός, το κάψιμο και η δηλητηρίαση ήταν αποδεκτές μέθοδοι. Η ομάδα προτιμούσε να διαλέγει πλούσια θύματα για θυσία έτσι ώστε να έχει και κάποια έσοδα.
Από τις επιθέσεις εξαιρούσαν τις γυναίκες και τους μουσικούς.
Έγιναν γνωστοί ως φανσιγκαρ (στραγγαλιστές), αλλά δεν ήταν αυτό το πραγματικό τους όνομα. Το όνομα με το οποίο έμειναν γνωστοί είναι «Θαγκς» (thugs =κακοποιός, φονιάς, μαχαιροβγάλτης, ληστής, κάθαρμα).
Όταν οι Βρετανοί αποίκησαν την Ινδία, αποφάσισαν να εξαλείψουν αυτές τις ομάδες.
Από το 1833 ως το 1837 συνέλαβαν περισσότερα από τρεις χιλιάδες μέλη της αίρεσης. Απαγχόνισαν σχεδόν πεντακόσιους και φυλάκισαν χιλιάδες με ισόβια δεσμά. Το τελευταίο γνωστό μέλος εκτελέστηκε το 1882.
Επίσης, η πόλη της Καλκούτας που αρχικά λεγόταν Καλιγκχάτα, πήρε το όνομά της από την Κάλι. Σε αυτό το μέρος υπήρχε ένας μεγάλος ναός αφιερωμένος στη θεά. Η Κάλι λατρευόταν πάντα και από πολλούς που δεν ήταν Θαγκς και αιματηρές θυσίες γίνονται ακόμα και σήμερα. Αλλά τα θύματα είναι πλέον κατσίκες, όχι άνθρωποι.