Πηγή: «Λέξεις που χάνονται», του Νίκου Σαραντάκου, εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ

«Αθάσι» είναι το αμύγδαλο, ιδίως το νωπό ή το αφράτο αμύγδαλο. Η λέξη δεν υπάρχει στα νεότερα λεξικά, δεν λέγεται και πάρα πολύ στην Ελλάδα, αλλά στην Κύπρο ακούγεται συχνότατα.
Η καταγωγή της λέξης είναι από τη Θάσο. Οι αρχαίοι τα αμύγδαλα τα ονόμαζαν και «θάσια κάρυα», επειδή πολύ καλά αμύγδαλα έβγαζε η Θάσος. Το «κάρυα» που σημαίνει «καρύδια» ήταν επίσης γενικός όρος για όλους τους καρπούς με κέλυφος.
Όπως έχει συμβεί πολλές φορές, το ουσιαστικό εξέπεσε και το επίθετο ουσιαστικοποιήθηκε. Έτσι τα νεότερα χρόνια τα αμύγδαλα ειπώθηκαν και θάσια ή θιάσια.
Οι Βυζαντινοί είχαν ένα αναψυκτικό από αμύγδαλα, ίσως ανάλογο της σουμάδας, που το έλεγαν «θασόρροφον». Αθασιά, φυσικά, λέγεται η αμυγδαλιά.

Η θουρίδα είναι μικρή εσοχή στον τοίχο, που χρησιμεύει σαν πρόχειρο ντουλάπι. Μπορεί να είναι και χτιστά ντουλαπάκια πλάι στο τζάκι, πάντως είναι μια εσοχή. Ολοφάνερα ετυμολογείται από το «θυρίς», τη θυρίδα. Παρόλο που είναι σπάνια λέξη, φαίνεται να καλύπτει μεγάλο τμήμα του ελλαδικού χώρου.
Η θουρίδα και άλλες μορφές χωνευτών ντουλαπιών ήταν ανάγκη στο παραδοσιακό ελληνικό σπίτι που είχε ελάχιστα φορητά έπιπλα. Στην Άνδρο, θουρίδες λέγονται εσοχές που φτιάχνονται με τέχνη στις ξερολιθιές και χρησιμεύουν ως κυψέλες για τους μελισσοκόμους του νησιού.

Ζουριάζω σημαίνει φθίνω, μαραίνομαι. Ζούρα ή ζούρια είναι ο μαρασμός, η καχεξία, ιδίως σε παιδιά, και ζουριασμένος ο ατροφικός , ο καχεκτικός. Η λέξη είναι δάνειο από τα ιταλικά/βενέτικα (usura). Αν και έχει υποχωρήσει, ακούγεται ακόμα.

Η «καλικούτσα» είναι κοινότατη λέξη, αν και όχι πανελλήνια, που δεν υπάρχει σε κανένα λεξικό, επειδή είναι από τις, όχι λίγες, λέξεις που κυρίως λέγονται και σπάνια γράφονται. «Παίρνω κάποιον καλικούτσα» θα πει «παίρνω κάποιον καβάλα στους ώμους μου». Η λέξη λέγεται κυρίως στη Νότια Ελλάδα πάντως και φαίνεται να είναι δάνειο από τα αλβανικά.
Πολύ συχνά χρησιμοποιείται για πατεράδες που παίρνουν στους ώμους τους τα παιδιά τους, αλλά λέγεται και για ενήλικο που σηκώνει ενήλικο. Πολύ σπάνια χρησιμοποιείται για άψυχο φορτίο.

Κοντότα ήταν η συμφωνία μεταξύ ενός ειδικού επαγγελματία, συνήθως γιατρού και των κατοίκων ενός χωριού, κατά την οποία ο επαγγελματίας με εφάπαξ αμοιβή αναλάμβανε να παρέχει υπηρεσίες στους κατοίκους για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως για έναν χρόνο. Δεν είχαν μόνο οι γιατροί κοντότα. Παλιότερα και οι εκπαιδευτικοί δούλευαν με το σύστημα αυτό, ενώ σε πολλά χωριά υπήρχε και ο κοινοτικός χαλκιάς, που έπαιρνε από το χωριό ετήσια αμοιβή και αναλάμβανε να επισκευάζει τα γεωργικά εργαλεία.
Ετυμολογείται από το ιταλικό condotta (μίσθωση). Στα μεσαιωνικά χρόνια αφορούσε την παροχή κυρίως στρατιωτικών υπηρεσιών. Κοντοτιέροι ήταν οι μισθοφόροι.

Διαβάστε επίσης: Cimento, cariola, fugassa, vida, spago, scarpello, stocco, spatola. Λέξεις και περιοχές στην Κύπρο που προέρχονται από την βενετσιάνικη κατοχή… 

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here