Στις 29 Ιουνίου 1951 πέθανε «ο μεγαλύτερος Έλλην ηθοποιός της εποχής μας», όπως είχε χαρακτηρίσει ο Καραγάτσης τον Αιμίλιο Βεάκη.
Κατά τη διάρκεια της καριέρας του υποδύθηκε σπουδαίους χαρακτήρες λογοτεχνικών αριστουργημάτων και θεωρείται από τις μεγαλύτερες μορφές του ελληνικού θεάτρου.
Η πιο σπουδαία στιγμή στην καριέρα του ήταν όταν υποδύθηκε το 1939 τον Βασιλιά Ληρ στο ομώνυμο δράμα του Σαίξπηρ.
Όταν ο σεξπιρικός ηθοποιός Λόρενς Ολίβιε είδε τη φωτογραφία του από την παράσταση είπε στην Κατίνα Παξινού: «Αυτός είναι ο Ληρ». Λέγεται ότι είχε τη φωτογραφία του σε περίoπτη θέση στο καμαρίνι του.
Ο Μάριος Πλωρίτης είχε μείνει επίσης εκστασιασμένος από την ερμηνεία του Βεάκη και είχε γράψει: «Όσοι δεν είχαν την τύχη να δουν τον Βεάκη στη σκηνή, ρωτάνε εμάς τους τυχερούς γιατί λέμε πως ο Βεάκης ήταν τόσο μεγάλος. Πώς να τους εξηγήσεις, όμως; Πώς να περιγράψεις με λόγια τους καταρράχτες του Νιαγάρα λ.χ. ή την έκρηξη του ηφαίστειου της Σαντορίνης;
Η αγάπη του Βεάκη για το θέατρο ξεκίνησε από μικρή ηλικία. Ίσως οφειλόταν στον παππού του, Ιωάννη Βεάκη ο οποίος ήταν θεατρικός συγγραφέας ή στη μητέρα του που είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, διάβαζε συνεχώς και τραγουδούσε.
Γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1884 στον Πειραιά. Η μητέρα του, Αιμιλία Μεξή ήταν από την Τεργέστη και πέθανε δώδεκα ημέρες μετά τη γέννηση του μοναχογιού της.
Ο μικρός πήρε το όνομά της και σε ηλικία τεσσάρων ετών ορφάνεψε και από πατέρα. Την κηδεμονία του ανέλαβαν άτεκνοι συγγενείς του πατέρα του από τη Σύρο, οι οποίοι έμεναν στον Πειραιά. Η πρώτη του επαφή με το θέατρο ήταν στην παράσταση του Ευάγγελου Παντόπουλου. Κατά τη διάρκεια της παράστασης έβαλε τα κλάματα όταν ένας ηθοποιός έβγαλε το σπαθί του για να σκοτώσει.
Ο Βεάκης μεγάλωσε στην εποχή του ρομαντισμού, διάβαζε Αλέξανδρο Δουμά και Σαίξπηρ και στο σπίτι τον φώναζαν χαριτολογώντας θεατρίνο. Όταν αποφάσισε να γίνει ηθοποιός, οι συγγενείς ήταν αρνητικοί καθώς ήθελαν να ασχοληθεί με το εμπόριο ή το ναυτικό.
Ο Βεάκης παρέβλεψε τις αντιρρήσεις τους και σε ηλικία 16 ετών ξεκίνησε να φοιτά στη Βασιλική Δραματική Σχολή. Ωστόσο το καλύτερο σχολείο για τον ίδιο ήταν τα «μπουλούκια». Το 1901 πήρε τον πρώτο του ρόλο και έκανε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία. Για 13 χρόνια συμμετείχε σε θιάσους στο πλευρό σπουδαίων ηθοποιών της εποχής. Όταν ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι εγκατέλειψε για λίγο την υποκριτική για να πολεμήσει.
Όταν επέστρεψε συνεργάστηκε με την Μαρίκα Κοτοπούλη και την Κυβέλη και το 1919 έπαιξε στην τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους Τύραννος».
Από εκείνη τη στιγμή καθιερώθηκε στο θεατρικό σανίδι.
Δημιούργησε τον δικό του θίασο και συμμετείχε σε αμέτρητες παραστάσεις σε όλη την χώρα. Με την ίδρυση του Εθνικού Θεάτρου συνεργάστηκε με τον Αλέξη Μινωτή και την Κατίνα Παξινού, η οποία τον είχε αναφέρει «ως τον μεγαλύτερο ηθοποιό του τόπου μας. Τον μεγαλύτερο μέσα σε άντρες και γυναίκες».
Για σχεδόν μισό αιώνα έπαιξε αμέτρητους ρόλους στο θέατρο.
Ο Βεάκαρος, όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του, διάβαζε προσεχτικά τους ρόλους και για να τους αποστηθίσει τους έγραφε ο ίδιος ξανά σε χαρτί.
Παράλληλα έκανε μεταφράσεις στα έργα του Ντοστογιέφσκι και έγραφε ποιήματα και θεατρικά έργα.
Με το ξέσπασμα του πολέμου του ’40 συμμετείχε στην Αντίσταση με τον ΕΑΜ και αργότερα φυλακίστηκε από τους Ιταλούς για εννιά ημέρες στις φυλακές του Αβέρωφ.
Τον Δεκέμβριο του ‘44 εκδιώχθηκε και πήγε στα βουνά.
Εκεί δημιούργησε έναν θίασο με θεατές τους κατοίκους των χωριών. Με το τέλος του εμφυλίου αποχώρησε από το σανίδι και πήρε μία μικρή σύνταξη. Το 1951 το Εθνικό Θέατρο τον κάλεσε ξανά και έπαιξε τους δύο τελευταίους ρόλους της καριέρας του. Το βράδυ της 29ης Ιουνίου, ενώ καθόταν με τη σύζυγό του στο μπαλκόνι του σπιτιού του στην Κυψέλη ένιωσε αδιαθεσία και πήγε στο νοσοκομείο, αλλά οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον σώσουν.
Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία 67 ετών. Την περίοδο εκείνη ετοιμαζόταν να παίξει τον Τειρεσία στον «Οιδίποδα» σε μια παράσταση που θα ήταν αφιερωμένη σε εκείνον στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, αλλά δεν πρόλαβε.