«Παρακαλώ ενημερώστε τους αστυνομικούς που εργάζονται για την υπόθεση μου, ότι τους εύχομαι την καλύτερη τύχη. Να συνεχίσουν να ψάχνουν, να με κυνηγούν, να σκέφτονται θετικά. Κι εγώ σε όποιον με πιάσει υπόσχομαι ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια».
Αυτά τα ειρωνικά και περιπαιχτικά σημειώματα άφηνε ο «Υιός του Σαμ» μετά από κάθε έγκλημα που διέπραττε, κοροϊδεύοντας τους αστυνομικούς για την αργοπορία τους. Τους υποσχόταν ότι θα έκανε και άλλους φόνους που θα έπαιρναν μεγάλη δημοσιότητα.
Ο Ντέιβιντ Ρίτσαρντ Μπέρκοβιτς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, από τον Ιούλιο του 1976 μέχρι τον Αύγουστο του ’77 είχε γίνει ο νούμερο ένα καταζητούμενος της Νέας Υόρκης. Σκότωσε 8 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους επτά.
Τα πρώτα χρόνια
Η μητέρα του Μπέτι Μπρόντερ ήταν μια εβραιοπούλα πολύ φτωχή που μεγάλωνε με μεγάλη δυσκολία την πρωτότοκη κόρη της. Αργότερα παντρεύτηκε τον Τζόζεφ Κλάινμαν και έμεινε έγκυος για δεύτερη φορά. Η ιδέα ενός ακόμα παιδιού δεν άρεσε καθόλου στον σύζυγό της. Έτσι όταν γεννήθηκε ο Ντέιβιντ τον Ιούνιο του ’53 τον έδωσε για υιοθεσία. Το αγόρι μεγάλωσε με τον Νέιθαν και την Περλ Μπέρκοβιτς με όλες τις ανέσεις και με πολλή αγάπη από τους θετούς γονείς. Τίποτα στο οικογενειακό περιβάλλον δεν μαρτυρούσε ότι θα γινόταν ένας από τους μεγαλύτερους serial killers της εποχής του.
Ωστόσο ήταν ένα απόμακρο παιδί, χωρίς φίλους. Πολλές φορές είχε μπλεξίματα, αφού τον κατηγορούσαν ότι έκανε για μπούλινγκ σε άλλα παιδιά. Θεωρούσε τον εαυτό του άσχημο, σχεδόν αποκρουστικό, γεγονός που διαψεύδεται αφού στην πραγματικότητα όσοι τον γνώριζαν από τα εφηβικά του χρόνια, μιλούσαν για ένα ευπαρουσίαστο παιδί, που σίγουρα η εμφάνισή του δεν ήταν αποκρουστική.
Ο θάνατος που τον καταρράκωσε
Το καλοκαίρι του 1967 η θετή του μητέρα έφυγε από τη ζωή νικημένη από τον καρκίνο. Ο θάνατος της αποτελείωσε ψυχολογικά τον Μπέρκοβιτς, ο οποίος έγινε ακόμα πιο επιθετικός και εσωστρεφής. Λίγα χρόνια αργότερα ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και οι δρόμοι τους χώρισαν. Το 1971 κατετάγη στον στρατό και εκεί συνειδητοποίησε για πρώτη φορά την αγάπη του γα τα όπλα και την σκοποβολή.
Ο Ντέιβιντ υπήρξε βαθιά θρησκευόμενος. Η πίστη του όμως κλονίστηκε βαθιά μετά τον θάνατο της μητέρας του. Στράφηκε και σε άλλες θρησκείες για να βρει λύτρωση, αλλά μάταια. Η τελευταία προσπάθεια για να σώσει την ψυχή του ήταν όταν προσπάθησε να αναθερμάνει τις σχέσεις του με την πραγματική του μητέρα και την αδερφή του. Η οικογένεια τον δέχτηκε με μεγάλη χαρά, αλλά σύντομα έχασε το ενδιαφέρον του και απομακρύνθηκε οριστικά.
Δεν είχε σεξουαλικές επαφές, παρά μόνο μια φορά με μια πόρνη κατά τη διάρκεια της θητείας του. Από τη γυναίκα κόλλησε ένα αφροδίσιο νόσημα του οποίου οι συνέπειές διαμόρφωσαν σίγουρα την ιδιοσυγκρασία του.
Ξεκίνησε με εμπρησμούς και σιγά σιγά ένιωσε την ανάγκη να σκοτώσει.
Έπασχε από σύνδρομο καταδίωξης. Πίστευε ότι όλοι τον κυνηγούν επειδή τον μισούν.
Χτυπούσε συνήθως κοπέλες με σκούρα μαλλιά.
Το διάστημα 76-77 οι πωλήσεις για τις ανοιχτόχρωμες περούκες είχαν εκτοξευτεί. Το Κουίνς και το Μπρόνξ είχαν ερημώσει.
Όταν τον συνέλαβαν τον Αύγουστο του 1977, ισχυρίστηκε ότι τον κυρίευσε ένα κακό πνεύμα που βρισκόταν στον σκύλο του γείτονα του Σαμ, από τον οποίο πήρε και το ψευδώνυμο. Καταδικάστηκε σε 365 χρόνια φυλάκισης. Μέσα στη φυλακή στράφηκε και πάλι στον Θεό, ενώ αποκαλεί τον εαυτό του μέχρι σήμερα «Son of Hope», δηλαδή ο «Υιός της Ελπίδας». Έχει δική του σελίδα στο διαδίκτυο μέσα από την οποία αφηγείται τη ζωή, τις σκοτεινές στιγμές του, την καταδίκη, αλλά και τη λύτρωση που περιγράφει ότι βρήκε μέσα στη Βίβλο.
Η ζωή και η εγκληματική δράση του Μπέρκοβιτς έγιναν ταινία το 1999 από τον Σπάικ Λι, με τίτλο «Το Καλοκαίρι του Σαμ». Παρακολουθήστε τον πραγματικό «Υιό του Σαμ» να μιλάει μέσα από τη φυλακή: