«Ο αγώνας δεν γινόταν μόνο στα βουνά του Τροόδους, γινόταν κι εδώ, στα χωράφια, στα ξερά, στα χωρκά».
Με αυτήν την επισήμανση ξεκίνησε τη διήγησή του στη Μηχανή του Χρόνου, ο Γεώργιος Σ. Ολύμπιος, Συνταγματάρχης Πεζικού εν αποστρατεία, που είχε λάβει μέρος στον αγώνα της ΕΟΚΑ.
«Την πρώτη διαταγή για να οργανώσω την περιοχή Λύμπια-Ψευδά-Κόσιη την έλαβα από τον Τομεάρχη Λάρνακας, Μιχαλάκη Ρωσσίδη, αργότερα από τον τομεάρχη Ανδρέα Πύργο ενώ την τελική διαταγή μου έδωσε ο τομεάρχης Δευτεράς-Ορεινής, Ανδρέας Σιεϊτάνης. Τον Ιούλιο του 1957, μετατρέψαμε τα βοσκοτόπια των Λυμπιών και του Ψευδά σε κρησφύγετα».
Ανάγκη για σωτηρία
Πολλοί αγωνιστές της ΕΟΚΑ, έφυγαν από την πόλη καταζητούμενοι, αντάρτες στα βουνά. Όπως ο Άθως Πετρίδης, που ήταν στο εκτελεστικό, ο Γεώργιος Σ. Ολύμπιος, ο Βάσος Καλλένος κι ο Παναγιώτης Νικολαΐδης.
Όμως δεν έφυγαν προς τα βουνά του Τροόδους. Έλαβαν διαταγή να οργανώσουν τις περιοχές των Λυμπιών και να προστατέψουν τις εκεί περιοχές. Έτσι, στα βοσκοτόπια στα Λύμπια και τη Λουρουτζίνα, έφτιαξαν πέντε κρησφύγετα.
Στα ίδια βοσκοτόπια τον συναντήσαμε μαζί με τους άλλους συναγωνιστές του, Άθω Πετρίδη και Βάσο Καλλένο. Για τα κρησφύγετα που έστησαν, ο Γεώργιος Ολύμπιος μας είπε:
«Τα χρειαζόμασταν για να προστατευθούμε. Συνήθως κρυβόμασταν στα σπίτια των χωρικών, όμως αυτό ήταν επικίνδυνο και για εμάς και για εκείνους. Τα κρησφύγετα ήταν απαραίτητα και για τις μάχες».
Οι καθυστερήσεις
Οι εντολές για δημιουργία κρησφύγετων είχαν ήδη δοθεί από τον Σεπτέμβριο του ΄55, συμπλήρωσε.
Ο Ολύμπιος, γνωστός ως «Μάρκος», μαζί με τον Χριστάκη Αντωνίου, «Ορφανός», βρέθηκαν στην Τροοδίτισσα για να δημιουργήσουν αντάρτικη ομάδα.
Οι επιθέσεις όμως, και οι ενέδρες ήταν τόσες πολλές, που δεν έμενε χρόνος για τη δημιουργία κρυψώνας. Έτσι οι αντάρτες κάθε που γλίτωναν από ενέδρα, κρύβονταν όπου υπήρχε σπήλαιο.
Όμως στις 7 Ιανουαρίου 1956 συνελήφθησαν.
Ο «Μάρκος» κατάφερε να δραπετεύσει επτά μήνες αργότερα και κατέφυγε στη Λάρνακα και εντάχθηκε στην αντάρτικη ομάδα της Ελενίτσας Σεραφείμ.
Μέσα σε ένα χρόνο, ο τομέας Λάρνακας αποδιοργανώθηκε και διαλύθηκε λόγω προδοσίας. Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες, καταζητούμενοι όλοι τους και κίνησαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η ανάγκη για δημιουργία κρησφύγετων ήταν μεγαλύτερη από ποτέ.
Οι Χρύσανθος Κυριακού, Μιχαλάκης Ρωσσίδης και Γιώργος Ολύμπιος κατευθύνθηκαν προς Λύμπια. εκεί συνάντησαν τους Άθω Πετρίδη και Ευάγγελο Γεωργίου. Στην περιοχή οι Βρετανοί έκαναν συχνές περιπολίες και έρευνες.
Το πρώτο κρησφύγετο ήταν έτοιμο στις 3 Μαρτίου 1957.
Οι συλλήψεις, ο θάνατος του Αυξεντίου και η εκεχειρία έδωσαν στους αγωνιστές χρόνο για να συνεχίσουν να χτίζουν κρησφύγετα. Μέχρι το 1958, κατάφεραν να φτιάξουν άλλα τέσσερα. Όλα ζωτικής σημασίας, αφού οι αγωνιστές του τομέα Ιδαλίου κινδύνευαν από την προδοσία του Κυριλλή.
Το Παλάτι των Λυμπιών
Το πέμπτο κρησφύγετο, υπήρξε και το πιο δύσκολο, θυμάται. Το έδαφος στην περιοχή είναι ιδιαίτερα σκληρό ενώ οι αγωνιστές έπρεπε να σκορπάνε τα χώματα που έσκαβαν για να μην κινήσουν υποψίες.
Επιπλέον, η μεγάλη ανάγκη αποπεράτωσης τους, τους έκανε να βιάζονται περισσότερο κι έτσι έσκαβαν «σαν τα φαντάσματα, γεμάτοι σκόνη, μέρα νύκτα».
Ο Βάσος Καλλένος, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, ο Άθως Πετρίδης και ο Γιώργος Ολύμπιος, έφτιαξαν το «Παλάτι» ή «Χάνι της Γραβιάς», όπως το ονόμαζαν και ήταν έτοιμοι να πεθάνουν μέσα σε αυτό, ακολουθώντας το ηρωικό παράδειγμα του Αυξεντίου, στον οποίο ο Γιώργος Ολύμπιος αφιέρωσε τους εξής στίχους:
«Χίλιες φορές κι αν βαζανε το βρόγχο στο λαιμό, το γέλιο εμάς θα ‘ταν γι’ αυτή που χόρεψε στον Μαχαιρά, μέσ’ τη φωτιά χορό»
Το κρησφύγετο σήμερα αποτελεί μνημείο και είναι προσβάσιμο για επίσκεψη.