Στα τέλη Ιανουαρίου του 1910, μετά από έντονες βροχοπτώσεις πολλών εβδομάδων, πρωτοφανείς πλημμύρες σάρωσαν το Παρίσι. Η στάθμη του Σηκουάνα ξεπέρασε τα 8 μέτρα, περίπου 6 μέτρα υψηλότερα από τα κανονικά επίπεδα.
Νερά βγήκαν από τους υπονόμους και τις σήραγγες του μετρό. Μέσα σε λίγες ώρες οι δρόμοι της «πόλης τους φωτός» μετατράπηκαν σε «κανάλια».
Οι πλημμύρες ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο για το Παρίσι. Όμως στις 21 Ιανουαρίου ο ποταμός άρχισε να φουσκώνει πιο γρήγορα από ποτέ. Έφτασε τα 8,5 μέτρα κάτι που είχε να συμβεί από το 1658.
Μέσα σε μία εβδομάδα χιλιάδες Παριζιάνοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους. Πολλά βυθίστηκαν κάτω από τα νερά, ενώ όσοι έμεναν σε ψηλά πατώματα δεν μπορούσαν να κατέβουν.
Αστυνομία και στρατός βγήκαν στους δρόμους με βάρκες για να απεγκλωβίσουν όσους δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ή να διανείμουν τρόφιμα και φάρμακα.
Όσοι έφυγαν από τα σπίτια τους συγκεντρώθηκαν σε εκκλησίες και αυτοσχέδια καταφύγια τα οποία δεν είχαν πλημμυρίσει.
Τα τρένα σταμάτησαν να κυκλοφορούν.
Οι αρχές και οι κάτοικοι έφτιαξαν αυτοσχέδιες γέφυρες από καδρόνια και καρέκλες προκειμένου να διασχίζουν τους δρόμους.
Ταυτόχρονα, εργάτες προσπαθούσαν με αναχώματα να κρατήσουν την ορμή του Σηκουάνα για να μη χειροτερεύσει η κατάσταση. Ωστόσο η στάθμη του νερού πλησίασε τα 9 μέτρα.
Παραδόξως, αν και πέρασαν 35 μέρες μέχρι να υποχωρήσουν τα νερά και οι ζημιές ξεπέρασαν το 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια, κανείς από τους κατοίκους ή όσους συμμετείχαν στις επιχειρήσεις διάσωσης δεν έχασε τη ζωή του, χάρη στην οργάνωση των αρχών.