Στις 16 Αυγούστου του 1977, ο βασιλιάς του Ροκ εν Ρολ, Έλβις Πρίσλεϊ, κατέρρευσε στο πάτωμα του δωματίου του.
Πέθανε στο νοσοκομείο λίγες ώρες μετά.
Αιτία θανάτου, σύμφωνα με την ιατροδικαστική αναφορά, ήταν η καρδιακή αρρυθμία.
Πουθενά δεν αναφέρονταν όμως η τεράστια ποσότητα ναρκωτικών η οποία βρέθηκε διαλυμένη στο αίμα του.
Ναρκωτικά, με τα οποία τον είχε προμηθεύσει ο προσωπικός του γιατρός, Τζορτζ Νικολόπουλος.
Μόνο τους τελευταίους οχτώ μήνες της ζωής του Πρίσλεϊ, ο Νικολόπουλος του είχε χορηγήσει περισσότερες από 10 χιλιάδες δόσεις αμφεταμίνης, ηρεμιστικών και πάσης φύσεως χαπιών.
Ο Νικολόπουλος ήταν ο προσωπικός γιατρός του τραγουδιστή για 12 χρόνια και από το 1970 και έπειτα, τον συνόδευε στις περισσότερες περιοδείες του.
Αν και η ιατρική έρευνα που ακολούθησε απέδειξε ότι ο γιατρός δεν ευθυνόταν για τον θάνατο, οι θαυμαστές του Πρίσλεϊ συνέχιζαν να τον κατηγορούν.
Του τηλεφωνούσαν άγνωστοι μες τη νύχτα και απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν.
Ένας το προσπάθησε.
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1977, ο Νικολόπουλος βρισκόταν σε ένα γήπεδο του Μέμφις για να παρακολουθήσει τον αγώνα.
Ξαφνικά, μια σφαίρα καρφώθηκε στον ώμο του.
Ο τραυματισμός δεν ήταν σοβαρός και ο δράστης δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά ο Νικολόπουλος ήταν σίγουρος ότι ήταν ένας εξαγριωμένος θαυμαστής του Έλβις.
Οι περιπέτειες του Νικολόπουλου δεν σταμάτησαν εκεί.
Ο γιατρός κατηγορήθηκε για υπερβολική χορήγηση φαρμάκων και επί ένα μήνα, βρισκόταν στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Υποστήριξε ότι προσπάθησε να σώσει τον Έλβις και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον βοηθήσει.
Όπως είπε, η εξάρτηση του Πρίσλεϊ από τα ναρκωτικά ήταν τόσο μεγάλη που κανείς δεν θα μπορούσε να τον θεραπεύσει.
Ο Έλβις και τα ναρκωτικά
Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Πρίσλεϊ έκανε συστηματική χρήση αμφεταμινών, οι οποίες του έδιναν ενέργεια για τις παραστάσεις, αλλά δεν του επέτρεπαν να κοιμηθεί.
Κατέληξε να παίρνει αμφεταμίνες κάθε πρωί για να ξυπνήσει και υπνωτικά ή ηρεμιστικά χάπια κάθε βράδυ για να καταφέρει να κοιμηθεί.
Όσο εντεινόταν η εξάρτησή του από τα χάπια, τόσο αυξάνονταν κι η εξάρτηση του από τον Νικολόπουλο.
Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ζητούσε απ’ τον Νικολόπουλου να του κάνει παρέα τα βράδια, επειδή ένιωθε μοναξιά.
Ο Πρίσλεϊ είχε ανάγκη την παρουσία του γιατρού, καθώς μόνο έτσι μπορούσε να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του.
Πίστευε ότι αν έπαιρνε ναρκωτικά με συνταγή γιατρού, δεν ήταν πραγματικά ναρκομανής.
Το 1973 ο Πρίσλεϊ νοσηλεύτηκε δύο φορές, επειδή κόντεψε να πεθάνει από υπερβολική δόση.
Έκτοτε, ο Νικολόπουλος άρχισε να ασκεί αυστηρό έλεγχο στον ασθενή του.
Βρισκόταν δίπλα του μέρα και νύχτα για να εμποδίζει τον Πρίσλεϊ να προμηθεύεται από αλλού τα φάρμακα.
Όποτε ο τραγουδιστής παραπονιόταν για αδιαθεσία, ο Νικολόπουλος του χορηγούσε εικονικά φάρμακα.
Στο κόλπο ήταν και μέλη της συνοδείας του Πρίσλεϊ, οι οποίοι βοηθούσαν τον γιατρό να κατασκευάσει τα ψεύτικα φάρμακα.
«Καθόμασταν στο λεωφορείο της περιοδείας», είπε ο Νικολόπουλος, «Και αντί να παίζουμε χαρτιά, φτιάχναμε πλασίμπο».
Γέμιζαν σύριγγες με νερό και έπεισαν την φαρμακευτική εταιρεία Knoll, που κατασκεύαζε το αγαπημένο παυσίπονο του Πρίσλεϊ, να φτιάξει μία παρτίδα χωρίς ενεργά συστατικά.
Κάθε χάπι κόστιζε έξι δολάρια, αλλά ο τραγουδιστής δεν αντιλήφθηκε ποτέ τη διαφορά.
Δυστυχώς, ο Νικολόπουλος δεν κατάφερε να σώσει τον Έλβις και αυτή η αποτυχία κατέστρεψε την καριέρα του.
Το 1992 κατηγορήθηκε εκ νέου ότι χορηγούσε ναρκωτικές ουσίες στους ασθενείς και αυτή τη φορά, έχασε την ιατρική άδεια.
Ξόδεψε όλα του τα χρήματα για να καλύψει τα έξοδα των δικαστικών μαχών και δεν ήταν καν σε θέση να εξασκήσει το επάγγελμά του.
Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο του, «The King and Dr Nick», στο οποίο έγραψε ότι ο Έλβις Πρίσλεϊ έπασχε από χρόνια δυσκοιλιότητα και αυτή ήταν η πραγματική αιτία θανάτου.
Η μοναδική θεραπεία, σύμφωνα με τον Νικολόπουλο, ήταν η κολοστομία, αλλά ο Πρίσλεϊ ντρεπόταν τόσο για την κατάστασή του που δεν ήθελε ούτε να ακούσει για την επέμβαση.
«Αν είχε δεχτεί να κάνει την επέμβαση, θα ήταν ακόμα μαζί μας», υποστήριξε ο Νικολόπουλος.
Ο Τζορτζ Νικολόπουλος γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ των Η.Π.Α. το 1927.
Ο πατέρας ήταν μετανάστης από την Ελλάδα και είχε ανοίξει εστιατόριο, με όνομα «Gus’ Sanitary Cafe».