Ο τελευταίος μεγάλος λήσταρχος του Μεσοπολέμου ήταν ο διαβόητος λήσταρχος Τζατζάς, ο οποίος έδρασε επί μια εικοσαετία στην περιοχή του Ολύμπου.
Ο Καραγάτσης τον χαρακτήρισε ως «αριστοκράτη» ληστή και ο Τύπος της εποχής « Δον Ζουάν των Ορέων».
Ο Δημήτρης ή Μήτσιος Τζιατζιάς γεννήθηκε το 1889 στην Κρανιά του κάτω Ολύμπου.
Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια με άλλα πέντε αδέρφια.
Η οικογένεια του για να ζήσει έκλεβε ζώα από κτηνοτρόφους και ήταν γνωστοί κατσικοκλέφτες της περιοχής.
Ο Τζατζάς βγήκε στο κλαρί το 1912, όταν ο αδελφός του ο Νικόλας κατηγορήθηκε για έναν ξυλοδαρμό.
Ο Νικόλας υποστήριζε ότι ήταν αθώος και ότι ο ένοχος ήταν ο επιστάτης ενός μεγαλοτσιφλικά της περιοχής.
Ο νεαρός Τζατζάς πήρε την κατάσταση στα χέρια του και τρομοκράτησε τον επιστάτη και όσους μάρτυρες θα εμφανιζόταν στο δικαστήριο και τελικά ο αδερφός του αθωώθηκε.
Τότε αποφάσισε να βγει στα βουνά και έγινε διαβόητος λήσταρχος.
Δημιούργησε τη δική του συμμορία με έδρα τον Όλυμπο και από τα χρήματα που έπαιρνε από τις ληστείες βοηθούσε τους φτωχούς.
Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, είχε σγουρά μαλλιά και ασκούσε μεγάλη γοητεία στις γυναίκες.
Διακρινόταν για την ταχύτητά του και την εξυπνάδα του. Επίσης, ήταν δεινός σκοπευτής, φήμη η οποία μεγάλωσε στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου όταν κέρδισε σε διαγωνισμό σκοποβολής που είχαν διοργανώσει Γάλλοι αξιωματικοί.
Ο Τζατζάς έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες το 1924, όταν πραγματοποίησε μια εντυπωσιακή ληστεία στο Στρυμονικό.
Μαζί με τη συμμορία του έστησε ενέδρα σε μία αυτοκινητοπομπή πλούσιων καπνεμπόρων γιατρών και άλλων επαγγελματιών που πήγαιναν στη Θεσσαλονίκη.
Ο Τζατζάς φορούσε γαλλική στρατιωτική στολή, δύο σταυρωτές τελαμώνες και ήταν οπλισμένος με ένα τουφέκι τύπου Μάλινχερ.
Τοποθέτησε σε μια στροφή συρματόπλεγμα, κόβοντας τον δρόμο στα δύο και όταν τα αυτοκίνητα κινήθηκαν προς εκείνο το σημείο ακινητοποιήθηκαν.
Αφού τους λήστεψε, άδειασε τα ρεζερβουάρ των αυτοκινήτων από τη βενζίνη για να μην μπορούν να φύγουν και να προλάβει να εξαφανιστεί προτού ειδοποιήσουν τη χωροφυλακή.
Η απαγωγή του Χατζηγάκη
Το 1929 ο Τζατζάς είχε βάλει στο μάτι τις οικογένειες του Αβέρωφ, του Σαμαρά και του Χατζηγάκη που απολάμβαναν τις διακοπές τους στην περιοχή.
Οι οικογένειες ανέβαιναν τα καλοκαίρια στο Περτούλι και το Φθινόπωρο κατεβαίναν στα Τρίκαλα.
Τον Σεπτέμβριο του 1929 οι οικογένειες αποφάσισαν να επισπεύσουν την αναχώρησή τους και ένα καραβάνι 120 ατόμων περίπου, ξεκίνησε με προορισμό τα Τρίκαλα.
Ο Τζατζάς έβαλε σε εφαρμογή το σχέδιό του και τους έστησε ενέδρα σε ένα πυκνό δάσος πριν από την Ελάτη.
Μαζί με τέσσερις οπλισμένους άνδρες μπλόκαρε τους εκδρομείς και αφόπλισε τη φρουρά τους.
Αφού τους συνέλαβε τους μετάφεραν σε ένα ξέφωτο και τους έβαλαν να καθίσουν κάτω.
Όπως είχε αναφέρει στη «Μηχανή του Χρόνου» η Βασιλική Γκαζέτα, που τότε ήταν εννέα χρόνων: «Ο καθένας που πλησίαζε τον έχωναν εκεί μέσα. Και εκεί ήταν άλλοι δύο που μας τακτοποιούσαν να καθίσουμε. Μας άρπαζαν εμάς τα μικρά αγκαλιά μας κατέβαζαν από τα άλογα. Μας έβαλαν εκεί με τη σειρά».
Πρωταρχικός στόχος του Τζατζά ήταν ο Αναστάσιος Αβέρωφ πατέρας του μετέπειτα υπουργού Ευάγγελου, ο οποίος ήταν και ο πιο πλούσιος της περιοχής.
Ωστόσο, τελευταία στιγμή ο Αβέρωφ ανέβαλε το ταξίδι και δεν ήταν ανάμεσα στους εκδρομείς.
Τότε, άρχισαν να αναζητούν πλούσιους και σημαντικούς ανθρώπους στο καραβάνι για να τους πάρουν ως ομήρους.
Πήραν ως όμηρο τον βουλευτή της περιοχής, Σωτήρη Χατζηγάκη και άλλους τέσσερις ομήρους, ανάμεσα τους και ένας γιατρός και εξαφανίστηκαν στα βουνά.
Τα νέα της απαγωγής συντάραξαν την κοινωνία και στην Αθήνα έγινε έκτακτη «συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου».
Οι ληστές ζητούσαν λύτρα 4 εκατομμύρια δραχμές.
Οι όμηροι παρέμειναν για μέρες στα χέρια των ληστών, οι οποίοι τους μετέφεραν συνεχώς σε διαφορετικές τοποθεσίες για να αποφύγουν τους χωροφύλακες που τους κυνηγούσαν.
Δεν είχαν φαγητό και ζούσαν κυνηγημένοι στα βουνά της Θεσσαλίας.
Εν τω μεταξύ, οι συγγενείς των ομήρων προσπαθούσαν να συγκεντρώσουν τα χρήματα. Ο Τζατζάς έγινε θρύλος και η δράση του απασχόλησε τις αθηναϊκές εφημερίδες.
Έπειτα από δέκα μέρες ο γιατρός έπεισε τον Τζατζά να τους απελευθερώσει, καθώς ο Χατζηγάκης ήταν μεγάλος σε ηλικία και αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας.
Αν και επέστρεψαν όλοι σώοι, η απαγωγή του Χατζηγάκη εκνεύρισε την κυβέρνηση Βενιζέλου η οποία πήρε δραστικά μέτρα κατά της ληστοκρατίας και αύξησε την επικήρυξη του Τζατζά.
Την επόμενη χρονιά η συμμορία εξοντώθηκε όταν περικυκλώθηκε από 15 αποσπάσματα χωροφυλακής. Το κομμένο κεφάλι του Τζατζά βρίσκεται σήμερα στο Εγκληματολογικό μουσείο.