Στα μέσα Μαΐου του 1821, λίγο μετά την έναρξη της Επανάστασης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βρισκόταν στο στρατόπεδο των επαναστατών της δυτικής Στερεάς στο Πέτα.
Στις 30 του ίδιου μήνα, επικεφαλής 40 ανδρών, επιτέθηκε μαζί με τον Γιαννάκη Κουτελίδα, αρματολό των Τζουμέρκων, εναντίον των Τούρκων του χωριού Κομπότι, νοτιονανατολικά της Άρτας, χωρίς επιτυχία. Στις 8 Ιουνίου εκδηλώθηκε νέα ελληνική επίθεση στην ίδια περιοχή. Μετά από πεισματική εξάωρη μάχη, οι Τούρκοι του Ισμαήλ πασά Πλιάσα άρχισαν να υποχωρούν, έχοντας υποστεί σημαντικές απώλειες.
Ο Καραϊσκάκης τότε άρχισε να ειρωνεύεται, με τη συνηθισμένη του «αβρότητα», τους εχθρούς. Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτό και ανέβηκε σε έναν βράχο και τους φανέρωσε επιδεικτικά τα οπίσθιά του.
Αμέσως έγινε ελκυστικός στόχος για έναν Τούρκο σκοπευτή. Μια σφαίρα τρύπησε τον μηρό του Έλληνα οπλαρχηγού και τον τραυμάτισε στα γεννητικά όργανα, διδάσκοντάς τον πως και τα πιο τολμηρά αστεία έχουν τα όριά τους.
Ευτυχώς, το βλήμα έχασε το μεγαλύτερο μέρος της ισχύος του κατά την πορεία της μέσα από τον μηρό του Καραϊσκάκη, οπότε η ζημιά στον αγαπημένο του «πούτζο» δεν ήταν ανεπανόρθωτη.
Αφού ανάρρωσε στο Λουτράκι, ο θρασύς πολεμιστής επανεμφανίστηκε ανάμεσα στους επαναστάτες, έτοιμος για νέους ηρωισμούς και νέες απειλές προς τους εχθρούς, ότι το αποθεραπευμένο του όργανο θα τους τακτοποιούσε.
Διαβάστε ακόμα την ιστορία με την περίφημη απάντηση του Καραϊσκάκη στον Μαχμούτ Πασά: «Ρώτησα τον μπούτσον μου και μου είπε να μη σε προσκυνήσω»
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός