Με το τέλος της τουρκοκρατίας και τις απαρχές της αγγλοκρατίας, πολλοί τομείς στον κοινωνικό τομέα του νησιού άλλαξαν άρδην. Ο πιο «φιλελεύθερος» χαρακτήρας (τις πρώτες δεκαετίες της κατάκτησης) των Βρετανών, επέτρεψε την κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη. Επιτράπηκε η κυκλοφορία εφημερίδων, η οργάνωση της εκπαίδευσης και η ανάπτυξη του εμπορίου.
Ένας από τους τομείς που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη ήταν και αυτός της ψυχαγωγίας. Βέβαια, μέχρι την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, η διασκέδαση των Κυπρίων περιστρεφόταν γύρω από αθλητικές δραστηριότητες, εθνικές εορτές και θέατρο. Αργότερα, επεκτάθηκε.
Η πρώτη προβολή
Το 1907, έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του στη ζωή της πρωτεύουσας, ο κινηματογράφος. Οι μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου, της Αστικής Σχολής και οι μαθήτριες του Παρθεναγωγείου Φανερωμένης, ήταν οι πρώτοι τυχεροί που είδαν τις κινούμενες εικόνες στο πανί του θεάτρου Παπαδοπούλου. Το θέμα της βωβής ταινίας, ήταν εκπαιδευτικού χαρακτήρα με εικόνες και αποσπάσματα από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η εφημερίδα Ελευθερία, σχολιάζοντας το γεγονός έγραφε: «εν μέσω ακρατήτου ενθουσιασμού υπερχιλίων μαθητριών και μαθητών εκρηγυμένων εις παταγώδη χειροκροτήματα επί τη θέα ανυψουμένης Ελληνικής Σημαίας».
Ο πρωτοπόρος «Αστέρ-Πατέ»
Ο Νίκος Κυπριανού, ήταν ο πρώτος Κύπριος που ανέλαβε την πρωτοβουλία να φέρει κινηματογραφική μηχανή στην Κύπρο. Στράφηκε προς το Παρίσι, το οποίο θεωρείτο η πατρίδα του κινηματογράφου και παρήγγειλε τον εξοπλισμό και τις ταινίες που προέβαλλε. Τα μηχανήματα παραγωγής έλαβε από την εταιρεία «Αστέρ». Τις μηχανές προβολής και τις ταινίες από την εταιρεία «Πατέ». Και γεννήθηκε, ο κυπριακός κινηματογράφος «Αστέρ-Πατέ».
Μέσα σε λίγα χρόνια, ο κινηματογράφος έγινε το κύριο θέμα συζήτησης στα σπίτια και στις εφημερίδες. Η μεγάλη οθόνη, αν και βωβή, μάγεψε όλους τους Κύπριους, οι οποίοι συζητούσαν και σχολίαζαν τα πάντα: τις ταινίες, τα προσεχώς, τις διακοπές ηλεκτρισμού, το προβάδισμά του σε σχέση με το θέατρο και άλλα πολλά.
Ο κινηματογράφος λειτουργούσε κατά τους χειμερινούς μήνες στο θέατρο Παπαδοπούλου, ενώ την περίοδο του καλοκαιριού μετακόμιζε στο θερινό καφενείο «Ακρόπολις».
«Ο κόσμος εστοιβάζετο μέχρις ασφυξίας»
Μέσα σε μία επταετία, ο Αστέρ-Πατέ είχε μετατραπεί στην κυριότερη ψυχαγωγική δραστηριότητα της πόλης και όχι μόνο. Το 1914, το θέατρο Παπαδοπούλου αποδείχτηκε πολύ μικρό για να καλύψει τις ανάγκες του κοινού. Ο κόσμος συνέρρεε ασταμάτητα, σε σημείο που κάποιες ταινίες προβάλλονταν σε επανάληψη μετά από τις εκκλήσεις των θεατών. Οι εφημερίδες σχολίαζαν πως ο κόσμος στοιβαζόταν μέχρι ασφυξίας και η συρροή «ήτο απερίγραπτος». Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη, που ο κινηματογράφος πρωτοτύπησε εκδίδοντας μηνιαία εισιτήρια για 30 ταινίες, στην τιμή των 5 σελινιών!
Η απήχηση της μεγάλης οθόνης στον κόσμο, ήταν τέτοια που ο κινηματογράφος εξυπηρετούσε και εκπαιδευτικές ανάγκες, με τις προβολές ταινιών ιστορικού ενδιαφέροντος, αλλά και όχι μόνο. Χοροεσπερίδες, γιορτές, ακόμη και πρωτοχρονιάτικα «ρεβεγιόν», όλα γίνονταν στην αίθουσα του κινηματογράφου.
Ο ανταγωνισμός και ο «Παράδεισος»
Το 1921, ο επιχειρηματίας Ζήνων Παπαδόπουλος δεν ανανέωσε την άδεια του Κυπριανού, για χρήση του θεάτρου. Αντιθέτως, στέγασε το δικό του κινηματογράφο, ενώ προχώρησε και στη δημιουργία θερινού κινηματογράφου στην οδό Λεωνίδου με την ονομασία Παράδεισος. Ο Κυπριανού όμως δεν έμεινε άπραγος. Αφού αναζήτησε προσωρινές λύσεις, το 1925 προχώρησε στην ίδρυση του θερινού κινηματογράφου, «Μαγικός Κήπος» και αργότερα, στην ανέγερση του «Μαγικού Παλατιού», το οποίο στέγασε και τον χειμερινό και τον θερινό κινηματογράφο.
Νέα εποχή, νέες οθόνες
Η δεκαετία του ’40, αποτέλεσε μία νέα εποχή για τον ψυχαγωγικό τομέα της Λευκωσίας. Εγκαινιάστηκαν νέες αίθουσες, όπως η «Ινστανμπούλ» στο Καϊμακλί, ο «Κρυστάλ» και το «Ζάππειον». Προς το τέλος της δεκαετίας, προβλήθηκαν και έγχρωμες για πρώτη φορά, ταινίες, όπως ο Σεβάχ ο Θαλασσινός, Ο Κόκκινος Βράχος και «Η μητέρα που φορούσε παντελόνια», ταινία του Ξενόπουλου.
Μέσα σε μία δεκαετία η μανία για τον κινηματογράφο αυξήθηκε. Το 1951, λειτουργούσαν πέντε κινηματογράφοι: Παπαδοπούλου, Μαγικό Παλάτι, Λουκούδι, Παλλάς, Ρόγιαλ και Ακροπόλ, ενώ το 1952 ξεκίνησε να λειτουργεί η Κυπριακή Κινηματογραφική Εκπαιδευτική Σχολή. Τρία χρόνια αργότερα, λειτούργησε το «Ρετζίνα Σίνεμα», το οποίο χαρακτηρίστηκε ως «το πολιτισμένο στολίδι της Λευκωσίας».
ΕΟΚΑ και σινεμά
Ο αγώνας επηρέασε και τον ψυχαγωγικό τομέα της Κύπρου. Τα σινεμά, γνωρίζοντας ότι το «κέρφιου» θα πλήξει τις προβολές, διαφοροποίησαν τα ωράρια προβολών και έδωσαν οδηγίες στο κοινό, να μην πετάνε το απόκομμα του εισιτηρίου, για να μπορούν να παρακολουθούν άλλη ταινία, σε περίπτωση κέρφιου. Συχνά, οι χώροι των σινεμά, χρησίμευαν για τις βρετανικές αρχές, ως χώροι σωματικών ερευνών και ανακρίσεων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που με διαταγές των αρχών, διακόπτονταν οι προβολές, όπως για παράδειγμα όταν τον Σεπτέμβρη του ’56, το κοινό ζητωκραύγαζε υπέρ της ΕΟΚΑ. Το αποτέλεσμα, ήταν εκτός από τη διακοπή της προβολής για μεγάλο χρονικό διάστημα, η σύλληψη πέντε υπαλλήλων και η διακοπή λειτουργίας του.
Με τη δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας το ’60, ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στη ψυχαγωγία του νησιού και στον τομέα του κινηματογράφου. Κάποια από τα παλιά σινεμά είχαν άδοξο τέλος, ενώ άλλα γεννήθηκαν στο κέντρο της Λευκωσίας και συνεχίζουν έως σήμερα να προβάλουν ταινίες.
Πληροφορίες: Λευκωσία, Της νήσου η πρωτεύουσα
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Ο ιστορικός κινηματογράφος «Λουϊζιάνα» στο Ριζοκάρπασο που λειτούργησε με ανταλλακτικά που έστειλαν Κύπριοι μετανάστες από την Αμερική. Στην αρχή λειτούργησε με γεννήτριες γιατί δεν υπήρχε ρεύμα