Μία ιστορία βγαλμένη από σενάριο αστυνομικής ταινίας απασχόλησε την Κύπρο για πολλά χρόνια και ξεσήκωσε θύελλα λαϊκών αντιδράσεων. Μία δολοφονία, στις αρχές του 20ου αιώνα, διανθισμένη με χρήμα, φιλαργυρία, κοινωνική ισχύ, φυγοδικία, απαγχονισμό.

Η πατροκτονία του πλουσιότερου Λευκωσιάτη της εποχής, Γεώργιου Παπαδόπουλου, απασχόλησε όχι μόνο τον Τύπο και την κοινωνία αλλά και τους ποιητάρηδες της εποχής, oι οποίοι εμπνεύστηκαν από το έγκλημα και την ιστορία.

Ο μεγιστάνας Παπαδόπουλος

Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1847, στους Άγιους Ομολογητές. Η οικογένεια του ήταν φτωχή αλλά ο πατέρας του του έμαθε τα πρώτα του γράμματα, παρόλο που τα περισσότερα παιδιά της Κύπρου επί Οθωμανοκρατίας, δεν κατάφερναν να μάθουν ανάγνωση, γραφή και αριθμητική.
Ο νεαρός Παπαδόπουλος είχε μεγαλεπήβολα σχέδια για τη ζωή του. Φοίτησε στην Ελληνική Σχολή και δούλεψε σε έναν εμπορικό οίκο για να εξασφαλίσει χρήματα για σπουδές.
Αν και τελικά δεν σπούδασε στην Αθήνα, όπως ονειρευόταν, στα εννέα χρόνια εργασίας του έμαθε όλα τα μυστικά του εμπορίου και της επιχειρηματικότητας.
Όπως άλλοι επιφανείς έμποροι της εποχής, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι εμπορικές του δραστηριότητες γνώριζαν ακμή.

Φωτογραφίες του μεγαλέμπορου από το αρχείο Τρ. Κύπρου και η προτομή του στο κοιμητήριο Αγίου Σπυρίδωνα

Το στολίδι της Λευκωσίας

Το 1899, ίδρυσε ένα κινηματοθέατρο στη Λευκωσία, πίσω από το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, το οποίο είχε χωρητικότητα 600 ατόμων.
Ήταν ο πρώτος χώρος που λειτούργησε ως χειμερινός κινηματογράφος στην πρωτεύουσα και πρόβαλλε ταινίες της εταιρείας «Αστέρ-Πατέ» του Νίκου Κυπριανού και παραστάσεις ελληνικών θιάσων που περιόδευαν στην Κύπρο. Ήταν ένα πραγματικό κόσμημα στο κέντρο της Λευκωσίας.

Το κινηματοθέατρο Παπαδοπούλου, είχε ανεγερθεί στα πρότυπα φημισμένων κλασικών οικοδομημάτων

Οι παραξενιές του επιχειρηματία

Όπως ήταν αναμενόμενο, η μεγάλη φήμη του Παπαδόπουλου δημιούργησε μύθους και ιστορίες γύρω από το όνομά του.
Για την οικονομική του επιτυχία, ο κόσμος ψιθύριζε πως ευθυνόταν η έντονη φιλαργυρία του. Τον χαρακτήριζαν ως «σφιχτοχέρη» και έλεγαν ότι έλεγχε ακόμη και τη σύζυγό του για το που ξόδευε τα χρήματα και ότι διέταζε τις υπηρέτριες να ανάβουν όλες τις λάμπες του σπιτιού μόνο με ένα σπίρτο για λόγους «οικονομίας».
Μία άλλη ανέκδοτη ιστορία, που κυκλοφορούσε, αφορούσε την επίσκεψη ενός εμπόρου από τη Βηρυτό, που ούτε αυτόν «ντράπηκε» ο πλούσιος επιχειρηματίας.

Η οδός Λήρδας το 1908 σε φωτογραφία του Θ.Ν.Τουφεξή. Σε αυτόν τον δρόμο ο Παπαδόπουλος ανέπτυσσε τι επιχειρηματικές του δραστηριότητες

Την ημέρα της επίσκεψης, ο Παπαδόπουλος έσβησε τη λάμπα για να μην γίνεται σπατάλη. Η συζήτηση των δύο αντρών συνεχίστηκε στο σκοτάδι για πάρα πολύ ώρα, μέχρι που έφθασε στο τέλος της. Τότε μόνο ο Κύπριος μεγιστάνας άναψε ξανά το καντήλι. Προς έκπληξη του ξένου εμπόρου, ο Παπαδόπουλος δεν φορούσε παντελόνι! Όταν τον ρώτησε «γιατί», έλαβε την αποστομωτική απάντηση «μα για να μην φθείρεται χωρίς λόγο βέβαια!».

Αυτά όλα όμως ήταν φήμες και τίποτα δεν συναντάται επιβεβαιωμένο. Αντιθέτως, στον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο καθηγητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου, Χαρίλαος Παπαϊωάννου, γίνεται λόγος για έναν άνθρωπο που πρόκοψε επειδή είχε μέσα του το επιχειρηματικό δαιμόνιο και πολύ μεγάλη θέληση.

Η πατροκτονία με αρσενικό

Ο Παπαδόπουλος είχε πέντε παιδιά, από τα οποία, μόνο τον ένα είχε επιλέξει να συνεργάζεται μαζί του στις επιχειρήσεις: τον Μαυρίκιο.
Τα υπόλοιπα παιδιά του, δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τις δουλειές του πατέρα τους.
Ο δεύτερος γιος, Ζήνων, ασχολείτο με το κινηματοθέατρο, ενώ ο τρίτος ήταν χειρούργος. Οι κόρες του, Ευθαλία και Κατίνα, ήταν παντρεμένες με μεγαλοδικηγόρους της Κύπρου.

Το «Μέγα μυστήριον» του θανάτου του Παπαδόπουλου

Αν και ο ίδιος, όπως φέρεται στις πηγές, αγαπούσε ιδιαίτερα τον Μαυρίκιο, οι ποιητάρηδες της εποχής έκαναν λόγο για έναν αχάριστο και ανεπρόκοπο γιο με τον οποίο ο επιχειρηματίας καυγάδιζε καθημερινά.

«Αν ήταν ο Μαυρίκιος, δεν άφηνεν πεντάρα/την λίραν εθεώραν την, ίσια με μιαν δεκάραν./Αν του τα εβάλλαν έσσω του έτσι με τα γομάρκα,/έτρων τα με τες όμορφες και με τα παλλικάρκα./Ήταν οι έυμορφες πάλι που τον εκαταφέραν,/οι δέκα λίρες τακτικά επαίζαν την ημέραν./Αν θέλετε να μάθετε μέσα εις έναν μήναν,/τριακόσιες λίρες έφαεν με μίαν θεατρίναν», διέδιδε ένα από τα πιο διαδεδομένα ποιήματα τη εποχής.

Στις 2 Μαρτίου 1910, ο «αχάριστος και παραδόπιστος» γιος, δολοφόνησε τον πατέρα του. Όπως αναφέρουν οι προφορικές μαρτυρίες, προμηθεύτηκε αρσενικό από έναν φίλο του και το έχυσε στη σούπα του πατέρα του.

Μέχρι να φτάσει το πιάτο στον πατέρα του όμως, δηλητηριάστηκε και μία υπηρέτρια που είχε φάει από τη σούπα. Κατά λάθος μία άλλη υπηρέτρια πήγε να σερβίρει τον εγγονό του Παπαδόπουλου.Τότε ο Μαυρίκιος χτύπησε το πιάτο και έχυσε τη σούπα. Σέρβιρε ο ίδιος τον πατέρα του, με νέα δόση αρσενικού.

Μετά το δείπνο, ο μεγαλοεπιχειρηματίας πήγε στο δωμάτιο του για να ξεκουραστεί. Ένα παιδί, βαλτό από τον Μαυρίκιο, κλείδωσε τον Παπαδόπουλο στο δωμάτιο. Όταν ξύπνησε από τους φρικτούς πόνους, που του προκάλεσε το δηλητήριο δεν μπορούσε να βγει. Οι υπόλοιποι κάλεσαν γιατρό, αλλά μέχρι να φτάσει ήταν πλέον αργά.

Ο Μαυρίκιος, φυγάς στο Λίβανο

Ο αστυνόμος Μιχάλης Καρεκλάς

Ο θάνατός του αρχικά αποδόθηκε σε συγκοπή καρδιάς.
Ο κόσμος όμως, γνώριζε τις φήμες για τα οικογενειακά προβλήματα και για το θέμα της κληρονομιάς και διέδιδε φήμες για δολοφονία.
Οι συγγενείς και ο Μαυρίκιος κυκλοφορούσαν με πένθιμο ύφος και μαύρη κορδέλα στη ρεπούμπλικα. Την ώρα όμως της μοιρασιάς, τσακώθηκαν όλοι μεταξύ τους και κάποιος υπέδειξε τον Μαυρίκιο ως δολοφόνο του Γεωργίου.

Ο νεαρός, πρόλαβε να διαφύγει στη Βηρυτό. Τότε διατάχθηκε η εκταφή του Παπαδόπουλου για να εξακριβωθούν τα αίτια θανάτου. Ο Μαυρίκιος βρισκόταν ήδη σε οθωμανικό έδαφος και ήταν αδύνατο να συλληφθεί. Την υπόθεση ανέλαβε, ο περιβόητος αστυνομικός Μιχάλης Καρεκλάς, ο οποίος επισκέφθηκε τη λιβανική πόλη και δήθεν τυχαία συνάντησε τον Μαυρίκιο. Του είπε πως είχε διάφορα οικονομικά προβλήματα και χρειαζόταν δουλειά. Ο αστυνομικός του πρότεινε να πάνε μέχρι την Αίγυπτο για να τον βοηθήσει να βρει δουλειά. Εκεί κατάφερε να τον συλλάβει και να τον οδηγήσει πίσω στην Κύπρο.

Ο απαγχονισμός και η τραγελαφική κηδεία

Η απόφαση του δικαστηρίου ήταν θάνατος δια απαγχονισμού.
Τρεις μέρες πριν από την εκτέλεση της θανατικής καταδίκης, παραδέχθηκε στον δικηγόρο του Αντ. Ροδόπουλο ότι το χέρι του όπλισε η ζηλοφθονία και οι ιδέες που αποκόμισε από τις ταινίες του κινηματογράφου.
«Βεβαιότατα από τον κινηματογράφον επήρα την ιδέαν. Αγράμματος καθώς έμεινα δεν είχα καμία ιδέα περί των καθηκόντων μου. Από το θέατρο έμαθα ότι πρέπει να ήμαι ελεύθερος. Ήμουν σκλάβος και έπρεπε να θραύσω τα δεσμά μου. Τώρα αν η πράξις μου με έφερεν εις δεσμάς χειρότερα αυτό ήτο μοιραίον. Και από αυτά θα απελευθερωθώ μετά τρεις ημέρας».

Περιέγραψε ότι τα έργα που τον επηρέασαν ήταν το θεατρικό δράμα «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας», του Δημήτριου Κορομηλά και το βουκολικό δράμα, «Γκόλφω» του Σπύρου Περεσιάδη.

Ο απαγχονισμός του πραγματοποιήθηκε στα τέλη Ιουλίου 1910 στις Κεντρικές Φυλακές.

Όμως ο κόσμος ξεσηκώθηκε γιατί θεωρούσε τον γιο Παπαδόπουλο εξιλαστήριο θύμα της οικογένειας.
Οι αρχές αποφάσισαν πως η κηδεία θα γινόταν χωρίς κάποια ιδιαίτερη τελετή. Τότε πλήθος κόσμου απέσπασε το φέρετρο και άρχισε να το περιφέρει στη Φανερωμένη πραγματοποιώντας νεκρώσιμο ακολουθία. Ξαφνικά πρόσεξαν πως ο νεκρός ήταν ξυπόλητος. Τότε, σε κατάσταση αλλοφροσύνης και πανικού έκαναν έρανο για να «ντύσουν» τα γυμνά πόδια του καημένου Μαυρίκιου. Με τα λεφτά που συγκέντρωσαν αγόρασαν παπούτσια από τον τσαγκάρη Όθωνα Κυριακίδη.
Η ακολουθία πέρασε μπροστά από το κινηματοθέατρο του πατέρα του, ενώ διάφοροι διαδήλωναν εναντίον της οικογενείας, πετώντας πέτρες και άλλα αντικείμενα, σπάζοντας τζάμια. Λέγεται, πως μετά από αυτό το περιστατικό, η χήρα Παπαδοπούλου εγκατέλειψε το σπίτι στο κέντρο της Λευκωσίας.

Η ευθύνη επί την ξενοκρατίαν

Στα δημοσιεύματα της εποχής, έγιναν αναλύσεις επί αναλύσεων γύρω από την πατροκτονία. Κάποιοι δημοσιογράφοι ασχολήθηκαν μόνο με τον Μαυρίκιο και την οικογένεια. Κάποιοι άλλοι, προχώρησαν ακόμη πιο βαθιά αναφέροντας πως ηθικός αυτουργός των αλλεπάλληλων εγκλημάτων, που μάστιζαν την κυπριακή κοινωνία εκείνη την περίοδο ήταν η αγγλοκρατία.
Τα αίτια αποδίδονταν στην οικονομική δυσπραγία του τόπου και την έλλειψη εργασίας, ενώ η υποχρεωτική φορολογία που καλούνταν να πληρώσουν οι Κύπριοι για αγορά οβίδων και πυρίτιδας για λογαριασμό των Βρετανών εναντίον της Ρωσίας, ήταν κάποια από τα παραδείγματα που επέτειναν την αγανάκτηση του λαού και την έξαρση του εγκλήματος.
Πάντως, όποια κι αν ήταν τα αίτια, το σίγουρο είναι πως εκείνη την περίοδο, ο κόσμος έτεινε να συμπαθήσει περισσότερο τον θύτη, παρά το θύμα, αφού σε αυτόν έβλεπε όλες τις συνέπειες που προκαλούσε η φτώχεια.

Πληροφορίες: Λευκωσία, της νήσου η πρωτεύουσα

Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Χασαμπουλιά», η ταινία θρύλος που έσπασε τα ταμεία και αύξησε τις γεννήσεις στην Κύπρο! Η ιστορία τριών αδελφών που πέρασαν στην παρανομία για να εκδικηθούν. Πιστολίδι, ερωτισμός και δράση εξασφάλισαν την επιτυχία (βίντεο)

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here