O Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 7 Απριλίου 1922 και πέθανε στις 8 Απριλίου 1990.
Στη βιογραφία του Μιχάλη Μενιδιάτη «Πετραδάκι… Πετραδάκι έως την κορυφή» που έγραψε ο συγγραφέας και διευθυντής του ogdoo.gr, Κώστα Μπαλαχούτη, αποκαλύπτεται ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα στη ζωή του συνθέτη.
Η απώλεια της κόρης του
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης αναφέρει χαρακτηριστικά στον Κώστα Μπαλαχούτη:
«Οφείλω πολλά στον Απόστολο Καλδάρα, αυτόν τον ωραίο άνθρωπο και μεγάλο συνθέτη.
Κάναμε παρέα με τον Αποστόλη, γίναμε φίλοι και κουμπάροι. Ο γιος του, ο Κώστας, έχει βαφτίσει την κόρη μου.
Δεν ξέρω, κάπου ταιριάζαμε με τον Αποστόλη, στις συζητήσεις, στο πώς βλέπαμε τα πράγματα.
Εμείς, οι λαϊκοί τραγουδιστές της εποχή εκείνης, ήμασταν τυχεροί που γνωρίσαμε αυτούς τους μεγάλους δημιουργούς. Ήταν πολύ σοβαροί άνθρωποι και αφοσιωμένοι στη δουλειά τους.
Εργατικοί όσο λίγοι. Ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Χιώτης, ο Μητσάκης, ο Καλδάρας ξεκίναγαν ένα τραγούδι απ’ το τίποτα και το έφταναν μέχρι τον ουρανό.
Τι νομίζετε, ότι με το που γράψεις ένα τραγούδι, πάει, τελείωσε; Απ’ τη στιγμή που θα το γράψεις, αρχίζει η πολύ δύσκολη δουλειά.
Πηγαίνοντας στο σπίτι του Καλδάρα στην Κυψέλη, γνώρισα τη σύζυγό του, την υπέροχη κυρία Λούλα και τη μεγάλη μας στιχουργό, την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Ήταν εκεί, καθόταν έγραφε και του έδινε υλικό τού Αποστόλη.
Μια χρυσή γυναίκα, έξω καρδιά. Είχε πένα που τσάκιζε κόκαλα. Ο Καλδάρας τη σεβόταν και την αγαπούσε πολύ.Ο Αποστόλης, όταν έβλεπε ανθρώπους σοβαρούς, ωραίους και χρήσιμους στη δουλειά του, τους υπολόγιζε.
Η Ευτυχία είχε τα ελαττώματά της, αλλά δεν πείραζε κανέναν.
Είχαν γράψει με τον Καλδάρα το “Λίγο λίγο θα με συνηθίσεις”, αλλά κολλούσαν στο ρεφρέν. Δεν έβρισκαν κάτι δυνατό και ταιριαστό με τα κουπλέ. Και έπρεπε κάτι να γίνει, γιατί το τραγούδι φαινόταν ότι ήταν επιτυχία.
Ο Καλδάρας ήταν πολύ ψείρας στον στίχο.
Θυμάμαι που το τραγουδούσαν μαζί με τη γυναίκα του, την κυρία Λούλα, πρίμο-σεγόντο. Γιατί η Λούλα είχε ένστικτο στο τραγούδι και ο Αποστόλης την εμπιστευόταν.
Ήταν πάντα πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους και ταιριαστό ζευγάρι.
Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο, μου λέει: «Μιχάλη, θα περάσω το μεσημέρι να σε πάρω να πάμε μια βόλτα».
Ήρθε στο πατρικό μου, εκεί έμενα ακόμα και πήγαμε στους Θρακομακεδόνες. Καθίσαμε σε μια ταβέρνα και κοιτάγαμε προς Αθήνα. Μου λέει: «Μα, να μην μπορώ να βρω το ρεφρέν;».
Άρχισα να ξεστομίζω κι εγώ διάφορες φράσεις, μήπως και τον παρακινήσω να βρει τον στίχο που του έλειπε.
Είναι πια η εποχή που ο Καλδάρας περνούσε ένα μεγάλο προσωπικό πρόβλημα, που αργότερα του στέρησε απ’ τη ζωή την αγαπημένη του κορούλα.
Μάλιστα είχε σταματήσει να εμφανίζεται και να τραγουδάει στα μαγαζιά. Από τότε, ο Αποστόλης λίγες φορές ξανανέβηκε στο πάλκο.
Εκεί που καθόμαστε και αγναντεύαμε την Αθήνα κάτω απ’ τα πόδια μας, γυρνάει κάποια στιγμή, σηκώνεται απ’ την καρέκλα του και μου λέει:
«Το βρήκα, Μιχάλη, πάμε».
«Απόστολε, πάρε στιλό να το γράψεις».
«Πάμε, απ’ τη στιγμή που γράφτηκε εδώ, δεν χρειάζεται» και μου ’δειξε με το χέρι το κεφάλι του.
«Γράψ’ το, ρε Απόστολε, μην το ξεχάσεις», να του λέω εγώ.
Θυμάμαι, γελούσε μες τον πόνο του ο Καλδάρας: «Άκουσέ το, Μιχάλη».
Και τι μου λέει:Τι θα γίνω μες τη ζωή
αν ξυπνήσω ένα πρωί
και κοιτάξω την αγκαλιά μου
από μέσα να λείπεις εσύ…Ανατρίχιασα. Αυτό το τραγούδι, που ακόμα και σήμερα τραγουδιέται απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την Ελλάδα και όλοι το θεωρούν ερωτικό, έχει στην ουσία άλλο νόημα και χαρακτήρα.
Έγραψε πολλά τέτοια τραγούδια ο Καλδάρας με αφορμή την κόρη του, που, όσοι δεν γνώριζαν, τα περνούσαν για ερωτικά. Κι όμως μέσα τους κρύβουν την απόγνωση και το δράμα του πατέρα…»