Όποιος εγκαθίσταται στο, όχι και πολύ ευρύχωρο γραφείο, στον έκτο όροφο του κτιρίου της Πλατείας Συντάγματος, με θέα τον Αγνωστο Στρατιώτη και τη Βουλή, πρέπει να είναι αποφασισμένος για όλα: Μπορεί να γίνει πρωθυπουργός, αλλά μπορεί να καταλήξει και στο Ειδικό Δικαστήριο.
του Γιώργου Λακόπουλου, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Ενα υπουργείο με πολλές ονομασίες στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης: στην αρχή ήταν γνωστό ως υπουργείο Συντονισμού, μετά έγινε υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, τώρα το ξέρουμε ως υπουργείο Οικονομικών. Και ένα υπουργείο-λάστιχο. Σε κάποιες περιόδους ήταν ένα, όπως σήμερα, σε κάποιες άλλες… δύο! Αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Οποιος εγκαθίσταται στο όχι και πολύ ευρύχωρο γραφείο, στον 6ο όροφο του κτιρίου της Πλατείας Συντάγματος με θέα τον Αγνωστο Στρατιώτη και τη Βουλή, πρέπει να είναι αποφασισμένος για όλα: μπορεί να γίνει πρωθυπουργός αλλά μπορεί να καταλήξει και στο Ειδικό Δικαστήριο.
Κάτι σαν το «Φάντασμα της όπερας» – από το διάσημο μυθιστόρημα του Γκαστόν Λερού -, βρίσκεται κρυμμένο στα έγκατα του κακόγουστου κτιρίου που στεγάζει ο υπουργείο και άλλους σώζει και άλλους καταστρέφει. Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών – για να χρησιμοποιήσουμε τον τρέχοντα όρο – να είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος στη χώρα μετά τον πρωθυπουργό, είναι όμως ταυτόχρονα και ο άνθρωπος με την πιο επικίνδυνη δουλειά.
Από τους περίπου τριάντα πολιτικούς που εγκαταστάθηκαν – άλλος για λιγότερο και άλλος για περισσότερο – στο συγκεκριμένο κτίριο λίγοι απέφυγαν την κατάρα του. Αν και θεωρείται – μαζί με το υπουργείο Εξωτερικών – σχεδόν το τελευταίο σκαλοπάτι πριν από το ανώτατο αξίωμα της εκτελεστικής εξουσίας, οι περισσότεροι έφυγαν άπρακτοι. Και μερικοί γκρεμοτσακίστηκαν: στην καλύτερη περίπτωση δεν ξαναβγήκαν βουλευτές και στη χειρότερη έτρεχαν στα ανακριτικά γραφεία. Από τσάροι γίνονται μουζίκοι.
Για να αρχίσουμε από τις περιπτώσεις στις οποίες το υπουργείο Οικονομικών έφερε τύχη, αυτοί που την απόλαυσαν ήταν ελάχιστοι και σχεδόν κανένας αποκλειστικά και μόνο γιατί χειρίστηκε το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο. Ισως εξαίρεση θεωρηθεί ο Κώστας Σημίτης, που έγινε υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1985 και από εκεί άρχισε την πορεία του προς την πρωθυπουργία – αν και πολλοί πιστεύουν ότι αυτό δεν συνέβη επειδή πήγε, αλλά επειδή… έφυγε! Για την ακρίβεια, παραιτήθηκε όταν ανατράπηκε η πολιτική του, το 1987, από τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.
Και ο σημερινός Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς υπήρξε υπουργός Οικονομικών, στην κυβέρνηση Τζαννετάκη, στα 38 του χρόνια, χάρη στην εύνοια που του έδειξε ο κατοπινός εχθρός του Κώστας Μητσοτάκης, αλλά αυτό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επέδρασε στην ανάληψη του σημερινού αξιώματός του.
Ο ίδιος ο Κώστας Μητσοτάκης ανέλαβε υπουργός Συντονισμού όταν προσχώρησε το 1979 στη ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή – αλλά επίσης δεν μπορεί να πει κανείς ότι αυτό ήταν που τον έκανε πρωθυπουργό αργότερα. Οπως δεν έκανε και τον Γεώργιο Ράλλη, που κάθησε στην ίδια καρέκλα μετά τις εκλογές του 1977. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για τον Ξενοφώντα Ζολώτα, επικεφαλής της οικουμενικής κυβέρνησης το 1989 και πρώτο υπουργό Οικονομικών της Μεταπολίτευσης. Με άλλα λόγια, από τη στατιστική προκύπτει ότι από όσους αναλαμβάνουν αυτό το χαρτοφυλάκιο τελικά ελάχιστοι γίνονται πρωθυπουργοί.
Ωστόσο σχεδόν όλοι θεωρούνται πρωθυπουργίσιμοι. Και στις τέσσερις δεκαετίες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας υπήρξαν πολιτικοί από τα μεγάλα κόμματα οι οποίοι, κυρίως επειδή πέρασαν από το υπουργείο Οικονομικών – είτε με την ενωμένη μορφή του είτε σε μία από τις δύο υποδιαιρέσεις του -, έβαλαν υποψηφιότητα για την πρωθυπουργία ή για την αρχηγία στο κόμμα τους που θα τους οδηγούσε στην πρωθυπουργία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Ο Μιλτιάδης Εβερτ, για παράδειγμα, χρημάτισε υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Ράλλη και κατέκτησε την ηγεσία της ΝΔ, αλλά δεν μπόρεσε να εγκατασταθεί πότε στο Μέγαρο Μαξίμου. Από το ίδιο κόμμα ο Γιώργος Σουφλιάς, προβεβλημένος υπερυπουργός των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, απέτυχε στην προσπάθεια να ηγηθεί του κόμματος. Ο Στέφανος Μάνος, φιλόδοξος δελφίνος μετά τη θητεία του στο υπουργείο Συντονισμού επί Μητσοτάκη, έφτασε μέχρι αρχηγός μικρού κόμματος που δεν μπήκε ποτέ στη Βουλή.
Αρχηγός κόμματος που απέτυχε υπήρξε και ο Γεράσιμος Αρσένης από το ΠαΣοΚ, ο οποίος όμως έφτασε μέχρι τη βρύση αλλά δεν κατάφερε να πιει νερό, τον Ιανουάριο του 1996, όταν στη μάχη για τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου στην πρωθυπουργία ήρθε τρίτος, μετά τον Κώστα Σημίτη και τον Ακη Τσοχατζόπουλο, και στη συνέχεια παρέδωσε τη σκυτάλη της πολιτικής στη σύζυγό του Λούκα Κατσέλη.
Το να ιδρύσεις κόμμα μετά το υπουργείο Οικονομικών δεν ήταν δύσκολο σε μία περίοδο, και το πέτυχε εύκολα ο Δημήτρης Τσοβόλας το 1996, όταν μπήκε μάλιστα στη Βουλή, αλλά δεν άντεξε. Ο ίδιος ως υπουργός Οικονομικών κάθησε στο εδώλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, καταδικάστηκε και έχασε τα πολιτικά του δικαιώματα για τρία χρόνια για την υπόθεση Κοσκωτά, ενώ η ιδιότητα του υπουργού Συντονισμού θα έστελνε στην ίδια δίκη και τον Παν. Ρουμελιώτη αν εν τω μεταξύ δεν είχε εκλεγεί ευρωβουλευτής.
Πολλά χρόνια αργότερα αυτόν τον δρόμο παίρνει ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, πανίσχυρος τσάρος επί των ημερών της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου, για την υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ. Στη θέση του παραλίγο να βρεθεί και ο Στέφανος Μάνος για την υπόθεση της ΑΓΕΤ, αλλά το 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισε να ακυρώσει τις διαδικασίες που είχαν δρομολογηθεί, ενώ σχετική πρόταση έγινε από τη σημερινή αντιπολίτευση και για τον Βαγγέλη Βενιζέλο, πάλι για τη λίστα Λαγκάρντ, και απορρίφθηκε.
Υπήρξαν περιπτώσεις πολιτικών που σφράγισαν με την παρουσία τους το συγκεκριμένο υπουργείο, καθώς έμειναν για πολλά χρόνια στη θέση. Το ρεκόρ κατέχει ο Γιάννος Παπαντωνίου, του οποίου η θητεία ξεπέρασε τα πέντε χρόνια, συνδέθηκε με την είσοδο στην ΟΝΕ αλλά και με το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου και σήμερα τελεί υπό εισαγγελική δίωξη, αλλά για άλλο υπουργείο! Το ρεκόρ του απείλησε – και έχασε για λίγους μήνες – ο Γιώργος Αλογοσκούφης, τσάρος της οικονομίας επί Κώστα Καραμανλή, ο οποίος διασώθηκε από μια πρόταση μομφής του ΠαΣοΚ αλλά δεν κατάφερε να εκλεγεί βουλευτής στις εκλογές του 2009 και αποχώρησε, προσωρινά τουλάχιστον, από την ενεργό πολιτική. Επίσης ο διάδοχός του Γιάννης Παπαθανασίου δεν κατάφερε να υπερασπιστεί την έδρα του στη Β’ Αθήνας μετά τη θητεία του στην Πλατεία Συντάγματος.
Ο Γιάννης Μπούτος, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, ο Τίμος Χριστοδούλου και ο Γιάννης Παλαιοκρασσάς, αλλά και ο Ευάγγελος Δεβλέτογλου και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, υπήρξαν ιστορικές φυσιογνωμίες στο υπουργείο Οικονομικών. Θρύλος όμως έγινε μόνο ο Παναγιώτης Παπαληγούρας, επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ιστορικά πρόσωπα εκ μέρους του ΠαΣοΚ στο ίδιο υπουργείο θεωρούνται ο Μανώλης Δρεττάκης και ο Απόστολος Λάζαρος που έχασαν τη θέση τους λόγω διαφωνίας με τον πρωθυπουργό, ο Γιάννης Ποτάκης, αλλά και ο Δημήτρης Κουλουριάνος – δεύτερος μετά τον Αδαμάντιο Πεπελάση άμεσος προσωπικός συνεργάτης και φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου προτού έλθει στην Ελλάδα.
Αλλά σε κάθε περίπτωση στο ΠαΣοΚ θυμούνται με νοσταλγία τη θητεία του Γιώργου Γεννηματά στο ίδιο υπουργείο, επί Οικουμενικής Κυβέρνησης. Στην επιτυχία του ως υπουργός Οικονομικών οφείλει τη μετέπειτα σταδιοδρομία του ο Αλέκος Παπαδόπουλος, ενώ πρώτα ως υφυπουργός Οικονομικών και εν συνεχεία ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας άφησε το ίχνος της γενιάς του Πολυτεχνείου στο πιλοτήριο της οικονομικής πολιτικής ο Νίκος Χριστοδουλάκης.
Στα μνημονιακά χρόνια το υπουργείο Οικονομικών έγινε πραγματική ηλεκτρική καρέκλα που ήδη έκαψε τον Γ. Παπακωνσταντίνου για μια ποινική υπόθεση, αλλά τον είχε κάψει ήδη πολιτικά, αφού πήρε δυσμενή μετάθεση για το υπουργείο Περιβάλλοντος. Ο Βαγγέλης Βενιζέλος σεμνύνεται ότι θυσιάστηκε για να αναλάβει αυτό το χαρτοφυλάκιο στην πιο κρίσιμη στιγμή του και μετά τη σύντομη θητεία του Φίλιππου Σαχινίδη το πολιτικό σύστημα κατάλαβε ότι είναι καιρός να επιστρατευθεί και κάποιος τεχνοκράτης. Ετσι η μπίλια κάθησε στον Γιάννη Στουρνάρα, που δεν θέλει να γίνει πρωθυπουργός αλλά, καθώς λέγεται, γι’ αυτόν πλέον ισχύει αυτό που έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής: Στην πολιτική το θέμα δεν είναι πώς μπαίνεις αλλά πώς βγαίνεις.