Κάθε Παρασκευή, οι γυναίκες της Λευκωσίας μαζεύονταν στον μακρύδρομο της Λήδρας και γίνονταν εμπόρισσες. Άφηναν για αρκετές ώρες τις δουλειές του σπιτιού, καβαλούσαν γαϊδούρια και μούλες, έπαιρναν τα προϊόντα τους και κατέβαιναν στη Χώρα.
Τουρκάλες και Ελληνίδες ανακατεύονταν και τα παζάρια έδιναν κι έπαιρναν.
Οι γυναίκες καθισμένες στο πάτωμα περιτριγυρίζονταν από τόπια χειροποίητα και χειρόπλεκτα μεταξωτά, αραχνοΰφαντα, βαμβακερά και κρεπ, μαντηλάκια από μουσελίνα χρυσοκέντητα ή με χειροποίητη μεταξωτή δαντέλα στα άκρα, πορτοφόλια με χάνδρες, κεντημένες τσάντες και σακάκια, και όλων των ειδών τα μικροαντικείμενα.
Από την τουρκοκρατία έως το 1958, το «Γυναικοπάζαρο» των Ελληνίδων ή «Τζουμαά Παζαρί» (Παζάρι της Παρασκευής) των Τουρκάλων, ήταν μια μεγάλη Λαϊκή Αγορά, όπου καθένας μπορούσε να βρει ό,τι επιθυμούσε!
«Με το Γυναικοπάζαρό της, η Λευκωσία είχε στην Τουρκοκρατία κάτι που μόλις πριν λίγα χρόνια έχει γίνει στες Αθήνες και σε σ’ άλλες μεγαλουπόλεις: την Λαϊκή της Αγορά· διότι Λαϊκή Αγορά, κάτω από τον πλατύν Ουρανό, ήταν το Γυναικοπάζαρό μας, μια Αγορά-Έκθεσις όλων των Κυπριώτικων προϊόντων».
Το Ιπλίκ Παζάρι
Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν πως το Γυναικοπάζαρο, λειτουργούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας και πως τότε ξεκίνησε.
Από τα χρονικά όμως του Λεόντιου Μαχαιρά, εντοπίζουμε τις πρώτες αναφορές στο γυναικοπάζαρο της Χώρας.
Λειτουργούσε ήδη από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας και βρισκόταν στην κατεχόμενη σήμερα Λευκωσία.
Στημένο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Λατίνων, το σημερινό λουτρό Μπουγιούκ Χαμάμ. Ήταν γνωστό ως Ιπλίκ Παζάρι.
«Κάθε λογής πράματα»
Ανάμεσα, σε όλα τα εξαιρετικά προϊόντα, όπως μαντήλια, μεταξωτές ζώστρες (ζώνες), φανταχτερούς πασμάδες, μεταξωτά υφάσματα αλλά και φρούτα και γλυκίσματα όπως καττημέρκα, σιάμισιη και κούπες, ο Κ.Α.Κωνσταντινίδης, σε άρθρο του στον Κυπριακό Φύλαξ το 1936, ξεχωρίζει δύο.
Από τη μία, τη σιεννά. Το καλλυντικό που ξετρέλαινε τις Τουρκάλλες και μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις και για μανικιούρ και για πετικιούρ!
Από την άλλη, το πουντζί, το οποίο μπορούσε κανείς να βρει ραμμένο από μεταξωτά υφάσματα και χρυσές κλωστές, γιατί το πουντζί, είχε άλλη χάρη ποιητική πολύ μεγαλύτερη από το πεζό πορτοφόλι.
Το τράβηγμA του δε έξω από την κόξα, που ήταν συνήθως μπασμένο και το ξετύλιγμα του με μιαν χειρονομίαν πόζας ήταν κάτι εξαιρετικό περήφανα θα επρόβαλλε ο κάτοχός του τα μετζήτικα και τες χρυσές λίρες ανάμεσα στες μπακκίρες, που όλα μαζί είχαν μια ποικιλία που δεν μπορούν να μας δώσουν τα κρύα και άψυχα χαρτονομίσματα. Με το πουτζίν ένοιωθε κανένας ΠΠΑΡΑΝ! χρήμα ζωντανεμένο, ενόμιζες και όχι νεκρό σαν το χαρτί.
Το 1924, μεταφέρθηκε στη Φανερωμένη στα δεξιά του Μακρύδρομου, της σημερινής οδού Λήδρας.
Ωστόσο, στα δύσκολα χρόνια της αγγλοκρατίας με την αυστηρή τακτική των Βρετανών για καταστολή του αγώνα της ΕΟΚΑ και την επιβολή του λεγόμενου «κέρφιου», το Παζάρι έκλεισε στις 6 Ιουνίου 1958.
Η αναβίωση
Η Αμβροσία Σακκάδα, είναι η γυναίκα που εμπνεύστηκε την αναβίωση του Γυνακοπάζαρου, μισό αιώνα μετά το κλείσιμό του.
Το 2008, πραγματοποιήθηκε το πρώτο και έτσι έκτοτε γυναίκες, ως επί το πλείστον, μπορούν να συμμετάσχουν με αντικαταβολή ενός μικρού αντίτιμου ως ενοικίαση χώρου, για να πουλήσουν χειροποίητα κοσμήματα, αντικείμενα, τσάντες, υφάσματα και άλλα.
Το Γυναικοπάζαρο πραγματοποιείται δύο φορές το μήνα, κάθε πρώτο Σάββατο και κάθε τρίτο.