Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, ένας πρωτοπόρος Ριζοκαρπασίτης, σκέφτηκε να δημιουργήσει ένα κινηματογράφο στο χωριό του. Η καινοτόμος ιδέα του βρήκε ανταπόκριση στο πρόσωπο του Ζαχαρία Πολυβίου, ο οποίος προχώρησε την ιδέα πολλά βήματα παρακάτω μέχρι την τελική της υλοποίηση.
Αρχικά όμως, έπρεπε όχι μόνο να ζητήσει τη συμβουλή ειδικών, αλλά ίσως και κάποια οικονομική βοήθεια για τα εξαρτήματα που θα έρχονταν από το εξωτερικό.
Κινηματογράφος «Λουϊζιάνα»
Στράφηκε προς τα αδέλφια του τα οποία κατοικούσαν στις Η.Π.Α. Λαμβάνοντας υπόψη τον αριθμό των κατοίκων έκριναν ότι το τόλμημά του θα ήταν βιώσιμο. Έτσι με δικά τους έξοδα έστειλαν όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα στο ακριτικό χωριό της Κύπρου: κινηματογραφικές μηχανές προβολής και ηλεκτρικές γεννήτριες, αφού το χωριό δεν είχε καν ρεύμα. Μετά το υπερατλαντικό ταξίδι έφτασαν στην Κύπρο και έδωσαν υπόσταση στη «Λουϊζιάνα». Το όνομα αυτό δόθηκε από τον Ζαχαρία Πολυβίου ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τα αδέλφια του, που κατοικούσαν στην ομώνυμη πολιτεία.
Στις 12 Απριλίου 1947, η πρώτη προβολή μιας αμερικανικής πολεμικής ταινίας με θέμα τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σημείωσε τεράστια επιτυχία.
«Ένα σελίνι για την είσοδο»
Ίσα με 350 μπορούσαν να είναι οι θεατές της πρώτης αίθουσας του Λουϊζιάνα. Τα καθίσματα είχε επιμεληθεί ο Ριζοκαρπασίτης Σάββας Καρεκλάς. Ήταν ψάθινες χειροποίητες, στερεωμένες με δύο ξύλινες δοκούς κατά τετράδες ή οκτάδες. Οι θέσεις ήταν αριθμημένες και σε περίπτωση που υπήρχε κάποια επίσημη κινηματογραφική παράσταση γίνονταν προκρατήσεις. Μάλιστα στον χώρο υπήρχε και ταξιθέτης, προς εξυπηρέτηση του κοινού!
Η είσοδος στοίχιζε ένα σελίνι ή 12 γρόσια και από το ’47 μέχρι το ΄50, ο κινηματογράφος λειτουργούσε Τετάρτη, Σάββατο με δύο νυκτερινές παραστάσεις 06:00-08:00 μ.μ και Κυριακή με 4 παραστάσεις, δύο απογευματινές 01:00-03:00 μ.μ και δύο νυκτερινές με δύο διαφορετικές ταινίες.
Αργότερα, αποφάσισε να αλλάξει το ρεπερτόριο και λειτουργούσε καθημερινά εκτός Τρίτης και Παρασκευής.
Στα 15λεπτα διαλείμματα, οι θεατές μπορούσαν να βγουν στο καπνιστήριο καθώς το τσιγάρο δεν επιτρεπόταν μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα. Μπορούσαν ακόμα να αγοράσουν ποτά ή οτιδήποτε άλλο από τον σερβιτόρο που περιφερόταν.
Μισή ώρα πριν αρχίσει η προβολή, κατά τη διάρκεια του διαλείμματος και λίγα λεπτά μετά το τέλος, οι θεατές είχαν την ευκαιρία να ακούσουν μουσική και κυρίως λαϊκά κομμάτια. Από τα ηχεία ακουγόταν η φωνή της Βέμπο, του Στέλιου Καζαντζίδη, της Βίκυς Μοσχολιού, του Γιάννη Πουλόπουλου, του Τόλη Βοσκόπουλου και πολλών άλλων.
«Επικίνδυνα μοντέρνος»
Στην αρχή οι κάτοικοι αντιμετώπισαν την τεράστια οθόνη με φόβο και δυσπιστία. Δεν ήξεραν τη ακριβώς ήταν η ξενόφερτη αυτή συνήθεια που απειλούσε τον παραδοσιακό τρόπο ζωής.
Η περιέργεια όμως τους ώθησε στο να περάσουν την πόρτα της Λουϊζιάνας και να παρακολουθήσουν για πρώτη φορά τα καουμπόϊκα, τον Τσάρλι Τσάπλιν και πολεμικές ταινίες.
Σιγά-σιγά αγαπήθηκε από τον κόσμο και το κοινό διευρύνθηκε με ιδιαίτερη απήχηση στους νέους. Εκτός από ψυχαγωγία το θεωρούσαν και μία ευκαιρία επιμόρφωσης με τις εξελίξεις από όλο τον κόσμο.
Το ταμείο για την Ε.Ο.Κ.Α
Ο κινηματογράφος δεν αποτελούσε μόνο προορισμό διασκέδασης. Όπως κάθε σύνολο και οργανωμένο επιχείρημα της εποχής, έτσι και η Λουϊζιάνα, προσέφερε πολλά στον πνευματικό και κοινωνικό τομέα στο Ριζοκάρπασο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Οι αίθουσες του χρησίμευσαν για παραστάσεις θεατρικές από κυπριακούς ή ξένους θιάσους, ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις ή ακόμα και αγώνες πάλης.
Αλλά πέρα από τον ψυχαγωγικό τομέα, οι αίθουσες χρησιμοποιούνταν και από τα σωματεία του χωριού όπως ο «Σύλλογος Νέων Ριζοκαρπάσου» ή το «Εθνικοφρόνων Σωματείο».
Οι εισπράξεις των εκδηλώσεων τους δίνονταν αποκλειστικά στον απελευθερωτικό αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α.
Λειτούργησε αδιάκοπα από το 1947 μέχρι τις 11 Αυγούστου 1974, όπου η τουρκική εισβολή και η προσφυγοποίηση το ανάγκασε να ρίξει αυλαία.
Πληροφορίες: Α. Στεφανής, Κινηματογράφος «ΛΟΥΪΖΙΑΝΑ», περιοδικό Καρπασία