Το κείμενο έστειλε ο αναγνώστης μας Βασίλης Κατσαράκης
Το 1834, η καθημαγμένη από τον πόλεμο Αθήνα γίνεται από χωριό, πρωτεύουσα του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους.
Παρά την μη πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων πολεοδομικών σχεδίων των Βαυαρών, η πόλη εξαπλώνεται γοργά, στεγάζοντας τις ελπίδες και την υπερηφάνεια και αποτελώντας το κέντρο των εξελίξεων του νεαρού τότε έθνους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η Αθήνα παραμένει μια πόλη με μεγάλες ελλείψεις, αλλά και ξεκάθαρη αισθητική και αρχιτεκτονική ταυτότητα.
Τη δεκαετία του 1920, με τη μικρασιατική καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Αθηναίοι είδαν την πόλη τους να γιγαντώνεται και να διπλασιάζει τον πληθυσμό της, μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, φτάνοντας να αριθμεί το 1940, περί τους 1.200.000 κατοίκους.
Ακόμα και τότε όμως, οι πολίτες των Αθηνών μπορούσαν να καυχώνται για το κυρίαρχο νεοκλασικό ύφος της πόλης τους, το οποίο σε συνδυασμό με την αρχιτεκτονική ποικιλία και τις νέες αισθητικές τάσεις, εισηγμένες κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, έδιναν στην πόλη αέρα αστικής κοσμοπολίτισσας.
Τη δεκαετία του 1930, η Αθήνα κοσμείται με πολυόροφες Bauhaus πολυκατοικίες και κομψά art deco μέγαρα. Αυτά βέβαια προπολεμικά. Διότι μεταπολεμικά αρχίζει η συστηματική εξάλειψη της Ιστορίας και του καλού γούστου.
Από το 1950, χιλιάδες ανθρώπων από την, ρημαγμένη εκ του εμφυλίου, ελληνική επαρχία κατακλύζουν την πρωτεύουσα, προς αναζήτηση καλύτερης ζωής. Η Αθήνα διπλασιάζει τον πληθυσμό της ακόμα μια φορά. Οι οικισμοί πέριξ του αθηναϊκού κέντρου γιγαντώνονται και πνίγονται στις πολυκατοικίες.
Η βιασύνη, η προχειρότητα και οι αλλαγές στους πολεοδομικούς κανονισμούς, συντελούν στο να αλλάξει επί τα χείρω η εικόνα της πόλης και η ποιότητα ζωής των κατοίκων της.
Το καρκίνωμα της αντιπαροχής υφίστατο ήδη από τον, μεσοπόλεμο, με τη διαφορά ότι τότε δε χτιζόταν ό,τι να’ ναι, όπου να’ ναι. Τις δεκαετίες του ’50 και κυρίως του ’60 και του ’70, η Αθήνα γεμίζει απρόσωπα μεγαθήρια, αποτρόπαιης συχνά (αν και όχι πάντα) αισθητικής, ακόμα και στην ιστορική περιοχή της Πλάκας.
Ο αρχιτεκτονικός πλούτος της Αθήνας βρίσκεται στο έρμαιο των εργολάβων, ενώ ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα αλλάζουν ριζικά όψη εν μια νυκτί.
Ήταν ο κατακερματισμός του ιστορικού κέντρου, αναγκαίο κακό; Πώς αντιμετώπισαν άλλες χώρες το φαινόμενο της εσωτερικής μετανάστευσης, χωρίς να προβούν σε μαζικές κατεδαφίσεις, όπως συνέβη σχεδόν σε όλες τις ελληνικές πόλεις;
Είναι προφανές ότι η εξάπλωση της Αθήνας υπήρξε αναπόφευκτη. Γιατί όμως, έπρεπε να κατεδαφιστούν κτίρια μεγάλης ιστορικής και αρχιτεκτονικής αξίας, αλλά και κλίμακας και να αντικατασταθούν από άλλα, συχνά παρόμοιας χωρητικότητας, αλλά ανύπαρκτης αισθητικής;
Γιατί δε κτίστηκαν τα περί ων ο λόγος κτίρια γραφείων εκτός του ιστορικού κέντρου; Γιατί δεν υπήρξε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, καθ’ ύψος επέκταση ή ανακαίνιση και επανάχρηση των παλαιών (όσων δηλαδή είχαν προλάβει να παλιώσουν);
Την ώρα που, σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, γίνεται προσπάθεια να δοθεί ξανά ο απωλεσθείς από τον τελευταίο πόλεμο χαρακτήρας, τουλάχιστον των προσόψεων των παλαιών κτιρίων, στην Ελλάδα, αρχιτέκτονες και μηχανικοί “χτυπούν” τον ξένο, κατ’ αυτούς, προς την εγχώρια αισθητική, κλασικισμό και εκλεκτικισμό και αντικαθιστούν τα περίτεχνα κτίρια της Αθήνας, με νέες, πολυτελέστερες μεν, άχαρες δε γιγάντιες κατασκευές, ακόμα πιο ξένες, κακέκτυπα οι περισσότερες του κυρίαρχου τότε διεθνούς στυλ.
Απαξίωση άρα και όχι αναγκαιότητα, η εξαφάνιση των αρχιτεκτονικών μας θησαυρών. Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής Ελλάδας αποτέλεσε το καλύτερο άλλοθι για την οικοδόμηση (στην ουσία απο-δόμηση) της πόλης των Αθηνών.
Ερχόμαστε, λοιπόν, αντιμέτωποι με έναν ιδιάζοντα καταχρηστικό “εκμοντερνισμό” μιας κοινωνίας που έχει στερηθεί την ευμάρεια, που διψά για πρόοδο και ευημερία και θα κάνει τα πάντα για να τα αποκτήσει.
Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, στην Αθήνα, η ανοικοδόμηση γίνεται απουσία κρατικού σχεδιασμού και προβάλλεται από τα μέσα της εποχής ως εκσυγχρονιστικό κατόρθωμα άξιο επαίνων.
Φτάνουμε λοιπόν στο σήμερα, όπου γινόμαστε μάρτυρες μιας μουντής και άχαρης πόλης, η παραμόρφωση της οποίας δεν ανακόπηκε παρά μόλις τη δεκαετία του 1980, όταν αρχίζουν να εκλείπουν οι μαζικές κατεδαφίσεις και να αντικαθίστανται από την εγκατάλειψη των εναπομεινάντων ιστορικών κτιρίων (που πλέον κρίνονται διατηρητέα), τους εμπρησμούς και τους συστηματικούς βανδαλισμούς, τάση η οποία εξακολουθεί με αμείωτο ρυθμό ως τις μέρες μας.
Τα τελευταία 50 χρόνια, γειτονιές αλλοιώθηκαν, πλατείες ερήμωσαν, αγάλματα ξεθεμελιώθηκαν, ποτάμια μπαζώθηκαν, στο όνομα του δήθεν εκσυγχρονισμού και των ακατάληπτων μικροπολιτικών συμφερόντων, που επέβαλλαν σε μια πόλη με τεράστια ιστορία, η οποία θέλει να λέγεται και τουριστική, ένα μη-πρόσωπο.
Πολλά (ή έστω κάποια) εμβληματικά κτίρια ασφαλώς και έπρεπε και θα μπορούσαν να είχαν διασωθεί αν δεν εξέλειπαν πλήρως η παιδεία και η πολιτική βούληση. Κεντρικοί δρόμοι και πλατείες όφειλαν να διατηρήσουν το χαρακτήρα τους, όπως συμβαίνει παντού στον κόσμο.
Και αν η ξεθεμελίωση του ιστορικού κέντρου ήταν πράγματι τόσο αναπόφευκτη όσο την ευαγγελίζονται πολλοί ακόμα και σήμερα, μπορούσαν κάλλιστα να αντικαταστήσουν κάποια από τα παλιά κτίρια – πολλά εκ των οποίων ήταν όντως απαραίτητο να κατεδαφισθούν – με νέα, σύγχρονων προδιαγραφών και ανέσεων, προσεγμένα όμως και σε διάλογο με τα γύρω οικήματα και την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Αθήνας.
Δυστυχώς όμως και οι όποιες άτονες προσπάθειες αντιστροφής του κλίματος, των τελευταίων πριν την κρίση ετών (κυρίως λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων) απλά δεν αρκούν, με τα εγκλήματα αισθητικής να εξακολουθούν πάντα και τα οικόπεδα πολλών εκ των κατεστραμμένων κτιρίων, να έχουν μετατραπεί από το δήμο σε περιφραγμένους σκουπιδότοπους και μάντρες αυτοκινήτων.
Εντέλει, οι πόλεις μας είναι ο καθρέφτης μας. Γι’ αυτό και όταν λεφτά υπήρχαν, λίγα ήταν διαφορετικά.
Όσοι αναγνώστες επιθυμούν να στέλνουν κείμενα μπορούν να μας τα στέλνουν στη διεύθυνση: [email protected] Εφόσον τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις, που έχουν να κάνουν με το ύφος της ιστοσελίδας, θα δημοσιεύονται. Η ΜτΧ δεν ευθύνεται για τυχόν ανακρίβειες στα κείμενα των αναγνωστών