Ο Κώστας Μόντης, ήταν γνωστός για τον αυτοσαρκασμό του. Πέρα από την ποιητική του ευφυία και τη λογοτεχνική του τέχνη, ο μεγάλος ποιητής του 20ου αιώνα, ήξερε να χειρίζεται τον λόγο με σοβαροφάνεια αλλά και με χιούμορ. Στα 18 του, άφηνε σημειώματα στον εαυτό του με φωτογραφίες γράφοντας «Στον εαυτό μου για να θυμάται καμιά φορά, ποιας φάτσας ήτανε σαν τελείωνε το Γυμνάσιο».
Ποιος ήταν ο άνθρωπος που έγινε η Φωνή της Κύπρου, μέσα από την ποιήσση του;
Το πρόσωπο πίσω από την προτομή
Γεννήθηκε στην επαρχία Αμμοχώστου, στις 18 Φεβρουαρίου 1914 και ήταν το έκτο και τελευταίο παιδί του Θεόδουλου Μόντη και της Καλομοίρας Μπατίστα.
Η ζωή του ποιητή σημαδεύτηκε από την οικογενειακή τραγωδία.
Σε ηλικία 8 ετών έχασε τα δύο του αδέλφια. Ο Γιώργος πέθανε σε ηλικία 21 ετών από φυματίωση. Τρεις βδομάδες αργότερα, ο 16χρονος Νίκος έχασε τη μάχη με τη λευχαιμία. Έξι χρόνια αργότερα, ο 12χρονος Κώστας Μόντης, έχασε και τη μητέρα του. Ο θάνατός της τον στιγμάτισε βαθιά και επηρέασε αργότερα την ποιήση του.
Όμως τα χτυπήματα της μοίρας δεν σταμάτησαν. Στα 16 του έχασε τον πατέρα του και έμεινε ορφανός.
Ωστόσο, ο νεαρός Μόντης δεν έχασε ποτέ το κουράγιο του. Συνέχισε να δημιουργεί και να διεκδικεί την ελευθερία της πατρίδας του. Πότε στους δρόμους και πότε μέσα από την πένα του.
Ο φλογερός λόγος των Οκτωβριανών
Τον Οκτώβριο του ’31, ήταν 17 ετών. Μπροστάρης μαζί με τους υπόλοιπους νέους και νέες, πήρε μέρος στην εξέγερση των Οκτωβριανών.
Ο τότε Γυμνασιάρχης του Παγκυπρίου, του ανέθεσε να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο του Ονούφριου Κληρίδη, που πέθανε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.
Όρμησαν τότε Βρεττανοί και Τούρκοι Αστυνομικοί να βρουν ποιος έκανε τον λόγο.
Όσοι βρίσκονταν γύρω από τον νεαρό Μόντη προσπάθησαν να τον προστατέψουν και να τον απομακρύνουν.
Τότε, αποφάσισε να «φάει» τον λόγο για να μην τον βρουν ποτέ.
Στη νουβέλα του «Κλειστές Πόρτες» αφηγείται ο ποιητής για εκείνην την ημέρα:
… μας διηγόταν πως, μαθητής στην έκτη τάξη του Γυμνασίου, είχε πάρει μέρος στις ταραχές, πως ήταν ανάμεσα στο πλήθος που πολιόρκησε και πυρπόλησε το Κυβερνείο, πώς την τελευταία στιγμή του ανάθεσε ο Γυμνασιάρχης να προσφωνήσει τον πρώτο νεκρό των ταραχών – «ένα μικρό ξυπόλητο παιδί σαν τον Γαβριά», μάς έλεγε– και πως έμεινε μονάχος στην αυλή του σχολείου να συντάξει λίγο (όσο το δυνατό λιγότερο) κλάμα και πολύ (όσο το δυνατό περισσότερο) παλμό
Οι Βρετανοί τον προσέγγισαν και του πρότειναν να συνεχίσει τη φοίτησή του στην Αγγλική Σχολή της Λευκωσίας.Ο νεαρός όμως ποιητής αρνήθηκε. Δεν εγκατέλειψε την ελληνική παιδεία και το όνειρό του να σπουδάσει Νομική στην Αθήνα.
Στο κάτω-κάτω, ο Μόντης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη διάρκεια της αποικιοκρατίας και παρέμενε πάντα πιστός στο ενωτικό όραμα όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες του.
Πολλά από τα ποιήματά του εξυμνούσαν το στόχο της Ένωσης και της Ελευθερίας και πάντα παρέμενε πολιτικά ενεργός.
Πτυχίο ανεργίας
Μετά την αποφοίτησή του από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομικά.
Εκεί για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία και το θέατρο.
Όταν όμως επέστρεψε μετά τις σπουδές του, δεν άσκησε το επάγγελμα του Δικηγόρου. Οι Βρετανοί, δεν αναγνώριζαν το νομικό πτυχίο της Ελλάδας και έτσι αναγκάστηκε να εργαστεί ως υπάλληλος στη Μεταλλευτική Εταιρεία, ενώ αργότερα ως δημοσιογράφος και εκδότης εφημεριδών και περιοδικών.
Ο θεατρικός Μόντης
Μία από τις μεγάλες του αγάπες υπήρξε το θέατρο, στο οποίο έδωσε πολλά.
Το 1942, μαζί με τους Φοίβο Μουσουλίδη και Αχιλλέα Λυμπουρίδη, ίδρυσαν το πρώτο επαγγελματικό θέατρο της Κύπρου με την ονομασία «Λυρικό». Επίσης εξέδιδε για ένα χρόνο το περιοδικό «Θέατρο» και έγραψε πάνω από 40 επιθεωρήσεις και θεατρικά έργα. Μάλιστα, μέσα από τη μεγάλη του αγάπη για την κυπριακή διάλεκτο διασεύασε τη «Λυσιστράτη» και την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη.
Το 1943 αρραβωνιάστηκε την Έρση και τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν κάνοντας τέσσερα παιδιά: τον Θεόδουλο, τον Μάριο, τον Λέλλο και την Στάλω.
Το 1950 όμως, ο θάνατος χτύπησε ακόμη μια φορά την οικογένειά του. Η αδελφή του Ελέγκω πέθανε από την επάρρατη νόσο και τέσσερα χρόνια έχασε και την αδελφή του Χρυστάλλα, σε ηλικία μόλις 42 ετών. Σε αυτές αφιερώνει τα δύο ποιήματα «Αδελφή» και «Χρυστάλλα» στα οποία αποτυπώνεται ο συγκλονισμός του.
Η φωνή της Κύπρου
«Από μιας απόψεως στους λογοτέχνες ο πόνος είναι έμπνευση. Η χαρά δεν εμπνέει. Εμπνέει η λύπη. Πρέπει να πληρώσεις. Για να συγκινήσεις τον αναγνώστη σου, πρέπει να κλάψεις εσύ δέκα φορές για να κλάψει εκείνος μία. Πρέπει δέκα φορές να τρανταχτείς για να τρανταχτεί εκείνος μία. Και όλα αυτά, και τις επιτυχίες και όλα, θα τις πληρώσεις. Θα έρθουν ώρες που εκ των υστέρων θα τις πληρώσεις πολύ ακριβά!», έλεγε σε μία συνάντησή του με φοιτητές της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου το 1988.
Ο πόνος που του προκάλεσε ο χαμός των δικών του σε συνδυασμό με την τουρκική εισβολή αλλά και τους αγώνες του κυπριακού λαού, ήταν η κύρια έμπνευσή του.
Η ποίηση του κινείται σε δύο άξονες. Από τη μία η ιστορική πραγματικότητα και από την άλλη οι πανανθρώπινες αξίες.
Γράμματα στη Μητέρα
Μία από τις πιο συγκλονιστικές του δουλειές, είναι το πολύστιχο ποίημα «Γράμματα στη Μητέρα».
Μέσα από αυτό διαγράφεται η ιστορική πορεία του νησιού και η Μητέρα δεν είναι άλλη από την Ελλάδα. Ωστόσο, μέσα από το ποίημα ο Μόντης ξεδιπλώνει κι όλες τις σκέψεις που δεν πρόλαβε να πει ποτέ στη δική του μητέρα, ο θάνατος της οποίας τον συγκλόνισε πολύ και διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του.
Τη συγκλονιστική τριλογία, μελοποίησε ο Γιώργος Καλογήρου, ο οποίος ανέβασε τη μουσικο-θεατρική παράσταση μαζί με τη φιλολογική επιμέλεια του καθηγητή Παντελή Βουτουρή. Τον μονόλογο απήγγειλε η Έλενα Χατζηαυξέντη.
Μητέρα, αν το βρεις βαρύ το γράμμα μου,
είναι που σκύβει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο,
αν το βρεις ασήκωτο,
είναι που γονατίζει απάνω του ο Πενταδάκτυλος φορτωμένος Τούρκο.
Είναι ένα μεγάλο πρόβλημα ο Πενταδάκτυλος, μητέρα.
Στο κάτω-κάτω το Μόρφου δεν το βλέπουμε,
στο κάτω-κάτω την Κερύνεια δεν τη βλέπουμε,
την Αμμόχωστο δεν τη βλέπουμε,
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,
όμως αυτός είναι διαρκώς εκεί απέναντί μας ,
και μας κοιτάζει , και μας κοιτάζει μ’ ένα τρόπο …
και κάθεται βραχνάς και μολύβι στο στήθος μας,
όμως αυτός είν’ εκεί απέναντί μας ,
και δεν μπορεί να κρυβεί σαν το Μόρφου,
και δε μπορεί να κρυβεί σαν την Κερύνεια
και σαν την Αμμόχωστο.
Και λέει: Λοιπόν;
και μας ρωτά: Λοιπόν;
Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας ο Κώστας Μόντης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ου αιώνα. Με πνεύμα οικουμενικό πολλά από τα έργα του μεταφράσθηκαν στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά, Ρουμανικά και σε άλλες γλώσσες.
Το 1968 βραβεύτηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για το έργο του «Αγνώστω Άνθρωπω». Το 1973 για τη συνολική του προσφορά στα γράμματα. Όμως τα βραβεία που δέχεται είναι και διεθνή, όταν το 1981 του απονέμεται ο τίτλος «Poet Laureate» από τη World Academy of Arts and Cultures. Το 1994, έλαβε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών της Κυπριακής Δημοκρατίας και το βραβείο Γραμμάτων «Φρειδερίκου Μάθιους».
Ανακυρήχθηκε Επίτιμος Διδάκτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών.
Την 1η Μαρτίου, σε ηλικία 90 ετών, άφησε την τελευταία του πνοή στον Άγιο Δομέτιο.