26 Μαΐου του 1940. Ο Χίτλερ είχε εξαπολύσει την επίθεσή του στη Δύση πριν από 16 μέρες.
Ορισμένα βρετανικά στρατεύματα βρίσκονταν ακόμη στο Πα-ντε-Καλέ, καλύπτοντας τα λιμάνια της Μάγχης. Η βρετανική εκστρατευτική δύναμη, βρισκόταν σε φάση γενικής υποχώρησης.
Μόλις έπεσε η νύχτα, το 1ο και το 2ο Σύνταγμα της Μεραρχίας των SS Totenkopf πέρασαν τη διώρυγα Λα Μπασέ κι έλαβαν θέση στο όρος Μπερνεσόν.
Το επόμενο πρωί, οι Ναζί επιτέθηκαν στο χωριό Παραντί. Εκεί, τους περίμεναν όσοι στρατιώτες είχαν απομείνει από το 2ο τάγμα του Συντάγματος του Νόρφολκ.
Οι Βρετανοί αντιστάθηκαν σθεναρά, αλλά στις 11.30 το πρωί, ο διοικητής τους ενημερώθηκε ότι είχαν αποκοπεί και ήταν αδύνατον να σταλούν ενισχύσεις.
Έως το μεσημέρι, τα πυρομαχικά είχαν σωθεί και ο Ράιντερ αποφάσισε ότι οποιαδήποτε περαιτέρω αντίσταση, θα ήταν μάταιη.
Η παράδοση
Η πρώτη απόπειρα ήταν αποτυχημένη.
Τρεις Βρετανοί στρατιώτες, χωρίς οπλισμό και κρατώντας μία λευκή σημαία, προχώρησαν ως το σημείο που βρίσκονταν οι Ναζί. Οι Γερμανοί τους σκότωσαν αμέσως.
Στη δεύτερη προσπάθεια, η παράδοση έγινε δεκτή.
Οι περίπου 100 Βρετανοί αιχμάλωτοι, ακινητοποιήθηκαν και υπέστησαν σωματική έρευνα.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας υπέστησαν διάφορους εξευτελισμούς και κακή μεταχείριση.
Έπειτα, υποχρεώθηκαν να περπατήσουν ξανά προς τα πίσω και μπήκαν σε έναν αγρό. Μέσα στο χωράφι, οι Ναζί έστησαν δύο πολυβόλα, τα οποία ανήκαν στον 4ο λόχο του 1/2 τάγματος της Totenkopf.
Ο διοικητής του λόχου, υπολοχαγός Φριτς Κνεχλάιν στεκόταν, μαζί με μια ομάδα αξιωματικών και υπαξιωματικών, μπροστά από την είσοδο του αγροκτήματος.
Ο Φριτς διέταξε τους πολυβολητες να ανοίξουν πυρ.
Οι Βρετανοί στρατιώτες «θερίστηκαν» σαν στάχυα.
Ορισμένοι έπεσαν σε έναν λάκκο.
Εκεί σώθηκαν δύο οπλίτες, ο Άλμπερτ Πούλεϊ και ο Γουίλιαμ Ο’ Κάλαχαν, που κρύφτηκαν κάτω από τα πτώματα των συμπολεμιστών τους.
Οι Ναζί εξόντωσαν όσους επέζησα με τις λόγχες ή τα περίστροφα. Αναλόγως τη διάθεση του κάθε στρατιώτη.
Οι Πούλεϊ και ο Ο’ Κάλαχαν ωστόσο, δεν έγιναν αντιληπτοί και επέζησαν.
Ο ιδιοκτήτης της αγροικίας, επέστρεψε την επόμενη μέρα και βρήκε πάνω από 200 κάλυκες, στο σημείο που είχαν στηθεί τα πολυβόλα.
Ο λόχος του Κνεχλάιν δεν μπήκε καν στον κόπο να θάψει τα πτώματα. Οι άνδρες του πέρασαν τη νύχτα πίνοντας και διασκεδάζοντας, δίπλα στους νεκρούς Βρετανούς.
Τα πτώματα θάφτηκαν αργότερα πρόχειρα και οι γαλλικές αρχές τα ξέθαψαν το 1942. Αναγνωρίστηκαν 50 από τους 100, ενώ τα υπόλοιπα πτώματα ετάφησαν με την επιγραφή «άγνωστος».
Ο Πούλεϊ και ο Ο’ Κάλαχαν βρήκαν περίθαλψη από μια τολμηρή Γαλλίδα, η οποία με κίνδυνο της ζωής της, τους πήγαινε και φαγητό.
Τελικά, μεταφέρθηκαν με γαλλικό ασθενοφόρο στο νοσοκομείο της Μπαγέλ, όπου αιχμαλωτίστηκαν ξανά από τους Ναζί κι εστάλησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου στη Γερμανία.
Λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, ο Πούλεϊ μεταφέρθηκε το 1943 στην Αγγλία, προφανώς στο πλαίσιο κάποιας ανταλλαγής αιχμαλώτων.
Όταν διηγήθηκε στους ανωτέρους του την ιστορία, δεν τον πίστεψαν αμέσως. Οι Βρετανοί δεν είχαν εξοικειωθεί ακόμη, με τα νέα ήθη που έφερνε στο πεδίο της μάχης ο Χίτλερ.
Δεν είχαν συνηδειτοποιήσει απόλυτα, ότι για τη νέα γενιά των Γερμανών πολεμιστών, η στρατιωτική τιμή ήταν δείγμα αδυναμίας και η εξόντωση του εχθρού ήταν θεμιτή με κάθε τρόπο.
Επίσης, κάποιος από τους Γερμανούς στρατιώτες ανέφερε το περιστατικό στο στρατηγείο του, αλλά έπειτα από παρέμβαση του Χάινριχ Χίμλερ, ο Κνεχλάιν δεν υπέστη καμία συνέπεια.
Ωστόσο, ο Κνεχλάιν δικάστηκε το 1948 από βρετανικό στρατοδικείο και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε στις 28 Ιανουαρίου 1948.
Οι Βρετανοί δεν ξεχνούσαν και δε συγχωρούσαν.