30 Ιανουαρίου 1984. Το φορτηγό πλοίο «Βαλάνι» είχε σαλπάρει από την Ελλάδα και βρισκόταν ανοιχτά του Κονγκό όταν, σύμφωνα με τις καταγγελίες του πληρώματος, ο καπετάνιος πέταξε 4 λαθρεπιβάτες ηλικίας από 22-25 ετών στη θάλασσα, παρά το γεγονός ότι είχαν διαβατήρια.
Εκείνη την ημέρα, ο υποπλοίαρχος εκτελούσε τη βάρδια του στο κατάστρωμα, όταν άκουσε κάποιο περίεργο θόρυβο από τα αμπάρια του πλοίου. Ύστερα από έρευνα, εντοπίστηκαν δύο λαθρεπιβάτες. «Ο λοστρόμος έφερε τους δύο Κονγκολέζους λαθρεπιβάτες στη γέφυρα και τους ζήτησα να μου δείξουν τα χαρτιά τους. Ήταν εντάξει. Τότε ειδοποίησα τον πλοίαρχο να έρθει», περιέγραφε συγκλονισμένος στην κατάθεσή του ο υποπλοίαρχος.
«Τον ενημέρωσα και μου είπε:«Θα τους πετάξουμε στη θάλασσα». Διέταξε να αλλάξουμε πορεία και να πάμε προς τα βόρεια»
Όταν το υπόλοιπο πλήρωμα πληροφορήθηκε τις προθέσεις του καπετάνιου, διαμαρτυρήθηκε, αλλά οι αντιδράσεις έπεσαν στο κενό. «Αναλαμβάνω εγώ τη ευθύνη. Εγώ είμαι ο άρχοντας αυτού του πλοίου», φέρεται να φώναζε ο πλοίαρχος. Σύμφωνα με την καταγγελία, έπειτα από 3 ώρες, έδωσε εντολή να τοποθετηθούν οι λαθρεπιβάτες σε έναν πάκτωνα, δηλαδή σχεδία που είχε σαν στήριγμα βαρέλια. «Έδωσε εντολή να κατεβάσουμε τον πάκτωνα στη θάλασσα. Στο διάστημα αυτό όμως βρέθηκαν άλλοι δύο Κονγκολέζοι λαθρεπιβάτες στο αμπάρι, οι οποίοι θα είχαν την ίδια τύχη», παραδέχτηκε ένα μέλος του πληρώματος.
Κάποια στιγμή, οι μηχανές του πλοίου σταμάτησαν να λειτουργούν. Όταν οι Έλληνες ναυτικοί δεν δέχτηκαν να ρίξουν τους λαθρεπιβάτες στη θάλασσα, ο πλοίαρχος στράφηκε στους αλλοδαπούς. Εκείνοι πήραν στα χέρια τους ξύλα και σιδερόβεργες και άρχισαν να χτυπάνε τους Κονγκολέζους, εκτελώντας διαταγή του πλοιάρχου.
«Οι 4 λαθρεπιβάτες αποβιβάστηκαν με τη βία στον πάκτωνα, ενώ ο πλοίαρχος τους πέταξε δύο φρατζόλες ψωμί, τρεις κονσέρβες και δύο φωτοβολίδες. Ήταν μορφωμένα και ευγενικά παιδιά. Πεινούσαν και ήθελαν δουλειά. Και ο πλοίαρχος τους χτύπησε και τους άφησε στη σχεδία στον Ατλαντικό», ανέφερε ο ανθυποπλοίαρχος του φορτηγού πλοίου.
Η κατάσχεση του πλοίου και η έναρξη των ερευνών
Όταν το πλοίο έφθασε στη Βαρκελώνη, οι Έλληνες ναυτικοί έσπευσαν στο προξενείο, ώστε να καταγγείλουν την απάνθρωπη συμπεριφορά του καπετάνιου.
Όπως διέρρευσε στη δημοσιότητα, το «Βαλάνι» ήταν ασφαλισμένο για ζημιές από επιβίβαση λαθρεπιβατών. Επομένως δεν δικαιολογείτο η πράξη του πλοιάρχου.
Μετά την προσυπογραφή της αναφοράς κατά του πλοιάρχου, το «Βαλάνι» κατασχέθηκε.
Ο υπουργός Ναυτιλίας στην Ελλάδα ενημερώθηκε για το γεγονός. Η εισαγγελία Πειραιώς ανέλαβε την πολύκροτη υπόθεση και άρχισε τη διεξαγωγή ερευνών. Ορίστηκε δικάσιμος για το Σεπτέμβριο του 1984.
Όσον αφορά τους λαθρεπιβάτες που ρίχτηκαν στη θάλασσα, δεν εντοπίστηκαν ποτέ. Το πιθανότερο είναι ο πάκτωνας στον οποίον επέβαιναν οι άτυχοι νεαροί να αναποδογύρισε λόγω των του ρεύματος και των σφοδρών ανέμων που έπνεαν στο μέσον του Ατλαντικού.
Το περιστατικό αυτό ήταν το δεύτερο που συγκλόνισε την κοινή γνώμη το 1984. Λίγους μήνες πριν το «Βαλάνι» είχε προκληθεί σάλος και για ένα άλλο ελληνικό φορτηγό πλοίο, το «Γαρουφαλλιά». Τότε ο καπετάνιος είχε ρίξει στους καρχαρίες 11 Κενυάτες λαθρεπιβάτες που εντόπισε στο πλοίο. Αντιπροσωπία Κενυατών στην Αθήνα εξεφρασαν την εντονή διαμαρτυρία τους στις αρχές και ζήτησαν την τιμωρία του υπέυθυνου καπετάνιου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Η μάχη για ένα σωσίβιο στον «ελληνικό Τιτανικό». Η βύθιση του «Χειμάρρα» υπήρξε το μεγαλύτερο ναυάγιο της ακτοπλοΐας που αρχικά αποδόθηκε σε σαμποτάζ κομμουνιστών. Καταδικάστηκε ο πλοίαρχος για λάθος πορεία…