Το κείμενο είναι του αναγνώστη μας Σωτήριου Κ. Νταμπεγλιώτη
Γεννημένος το 1821, ο Σαρλ Πιέρ Μπωντλαίρ, θεωρήθηκε ο «καταραμένος» ποιητής των Άνθεων του Κακού, που αναστάτωσε του Παρίσι της Δεύτερης Δημοκρατίας.
Δεύτερος γιος του, αποσχηματισμένου στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης, κληρικού Ζοζέφ-Φρανσουά Μπωντλαίρ και της Καρολίν Αρσιμπό-Ντυφέ, επρόκειτο ν’ αλλάξει σημαντικά το ποιητικό τοπίο, τόσο της Γαλλίας όσο και παγκοσμίως. Όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για τους επόμενος αιώνες.
Έπειτα από σπουδές σε σπουδαία γαλλικά κολέγια, ο νεαρός Σαρλ θα κάνει αισθητό το ταλέντο του, σκαρώνοντας στην αρχή στιχάκια ως εσώκλειστος, μην αντέχοντας την απόσταση από τη μητέρα του την οποία «έκλεψε» ο μισητός στρατηγός Οπίκ, μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Ανάμεσα στον Μπωντλαίρ και τον Οπίκ υπήρχε πάντα απέχθεια η οποία ,κάποιες φορές, εκφραζόταν ακόμα και βίαια.
Ο πατριός του υποχρεώνει τον νεαρό ποιητή να κάνει ταξίδι στις Ινδίες προκειμένου να κόψει τις κακές συναναστροφές και να εγκαταλείψει την ιδέα για ενασχόληση με τη συγγραφή – η προσπάθεια του στρατηγού αποτυγχάνει.
Κατά την Επανάσταση του 1848, ο Μπωντλαίρ, κατεβαίνει στα οδοφράγματα. Το σύνθημά του δεν είναι «Δημοκρατία!» αλλά «Θάνατος στον Οπίκ!» Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τις περισσότερες φορές, σεβόμενοι και οι δύο την Καρολίν, προχωρούσαν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Παρέα με πόρνες, θεατρίνες και διανοούμενους
Ως φοιτητής της Νομικής, ο Μπωντλαίρ ζώντας σε σοφίτα ασχολείται, κυρίως, με τη συγγραφή και διάγει έκλυτο βίο ως μποέμ ποιητής.
Συναναστρέφεται πόρνες, όπως τη λεγόμενη Μαύρη Αφροδίτη του, Ζαν Ντυβάλ, μία αλλήθωρη μιγάδα και κάποια, κατά τα λεγόμενα, άσχημη Εβραία, τη Λουσέτ, θεατρίνες όπως την Μαρί Ντομπράν αλλά και την ψυχρή, διανοούμενη, με έντονη παρουσία και κύρος στα φιλολογικά σαλόνια Μαντάμ Απολλωνία Σαμπατιέ με το παρατσούκλι Προεδρίνα.
Γνωρίζει, επίσης, τους τεχνητούς παραδείσους, το όπιο, το κρασί, το λάβδανο και το αψέντι, ενώ έρχεται σ’ επαφή και με σπουδαίους συγγραφείς, ποιητές και στοχαστές, όπως ο Ονορέ Μπαλζάκ και ο Ζεράρ ντε Νερβάλ.
Αυτή η ζωή, ωστόσο, είχε ως αποτέλεσμα ο ποιητής να ξοδέψει μεγάλο μέρος της πατρικής περιουσίας κι έτσι να τεθεί, μάλλον με πρόταση του Οπίκ, υπό την οικονομική εποπτεία του συμβολαιογράφου Ανσέλ, γεγονός που ποτέ δε συγχώρεσε στη μητέρα του και μάλιστα έκανε και μία απόπειρα αυτοκτονίας. Ο νεαρός κόλλησε σύφιλη, που τον ταλαιπώρησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Στα 1850 ο Μπωντλαίρ έρχεται σ’ επαφή με το έργο του Έντγκαρ Άλαν Πόε, στον οποίο θ’ αναγνωρίσει έναν πνευματικό συγγενή.
Επί δύο δεκαετίες θα μελετήσει και θα μεταφράσει τα διηγήματα, τα ποιήματα, καθώς και τα δοκίμια του αμερικανού συγγραφέα, κάνοντάς τον έτσι γνωστή στην πνευματική Ευρώπη.
Πρέπει νά ῾σαι πάντα μεθυσμένος.
Ἐκεῖ εἶναι ὅλη ἡ ἱστορία: εἶναι τὸ μοναδικὸ πρόβλημα.
Γιὰ νὰ μὴ νιώθετε τὸ φριχτὸ φορτίο τοῦ Χρόνου
ποὺ σπάζει τοὺς ὤμους σας καὶ σᾶς γέρνει στὴ γῆ,
πρέπει νὰ μεθᾶτε ἀδιάκοπα. Ἀλλὰ μὲ τί;
Μὲ κρασί, μὲ ποίηση ἢ μὲ ἀρετή, ὅπως σᾶς ἀρέσει.
Ἀλλὰ μεθύστε.
Καταδικάζεται για τα Άνθη του Κακού
Το 1857, ο Μπωντλαίρ κυκλοφορεί το magnus opus του, τα Άνθη του Κακού (Les fleurs du Mal), τα οποία γρήγορα προκάλεσαν τα ήθη του Παρισιού.
Η κλήση στο δικαστήριο και η καταδίκη τόσο του Μπωντλαίρ όσο και των εκδοτών Ογκύστ Πουλέ-Μαλασί και Ουζέν ντε Μπρουάζ δεν αργεί να έρθει.
Από τα μόλις 18 ποιήματα των πρώτων Άνθεων του Κακού, έξι θεωρούνται προσβλητικά για τα ήθη και την αιδώ και η κυκλοφορία τους απαγορεύεται, ενώ του επιβάλλεται και πρόστιμο 300 φράγκων.
Αργότερα στο Βέλγιο ο Μπωντλαίρ θα εκδώσει αυτά τα καταραμένα και απαγορευμένα ποιήματα, με τον τίτλο Σπαράγματα (Les Épaves).
Θα χρειασθεί να περάσουν πολλές δεκαετίες και να φθάσει το 1947 για να αρθεί στη Γαλλία η απαγόρευση και να αποκατασταθεί η μνήμη των Μπωντλαίρ, Μαλασί και ντε Μπουάζ.
Εκτός από τη λυρική ποίηση ο Μπωντλαίρ ασχολήθηκε και με την πρόζα. Στην εφημερίδα Φιγκαρό και στο Περιοδικό του Παρισιού, παρουσιάζει δώδεκα – ανά έξι – μικρά πεζά ποιήματα, υπό τον τίτλο: Η Μελαγχολία του Παρισιού (Le Spleen de Paris). Επίσης, έκανε απόπειρες και στη ζωγραφική.
Εκτός των δοκιμίων του για τον Ντελακρουά και τον Μανέ γράφει προς τιμήν του Κονσταντέν Γκυ το δοκίμιο «Ο Ζωγράφος της Μοντέρνας ζωής», όπου παρουσιάζει την αισθητική του θεωρία, περί νεωτερικότητας.
Όμως και η μουσική δεν τον αφήνει αδιάφορο. Με αφορμή την παράσταση του Βάγκνερ «Τανχόιζερ» στο Παρίσι, και με σχεδόν ανύπαρκτη μουσική παιδεία θα γράψει το δοκίμιο «Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ και ο Τανχόιζερ στο Παρίσι».
Φιλολογικές κρίσεις επίσης θα παρουσιάσει τόσο για τον Γκυστάβ Φλωμπέρ και το έργο του «Μαντάμ Μποβαρί» όσο και για τον Τεοφίλ Γκοτιέ.
Για να δώσει κάποιες διαλέξεις και να συνεργαστεί με τοπικούς εκδότες πηγαίνει το 1846 στο Βέλγιο, όπου βρίσκει τη ζωή ανυπόφορη και τους Βέλγους απεχθείς.
Κάποια νυχτιά πώς θα ‘θελα να έρθω,
Οταν της ηδονής ηχήσει η ώρα,
Στ’ ασύγκριτα του σώματός σου δώρα
Αθόρυβα, σαν το δειλό, ν’ ανέβω,
Το χαρωπό κορμί να τιμωρήσω,
Το στήθος σου να κάνω να πονέσει,
Και ξάφνου, στην ανύποπτή σου μέση,
Βαθιά λαβωματιά να σου ανοίξω,
Τι ζάλη ηδονική, μέθη δική μου!
Και μες σε τούτο το καινούριο στόμα,
Το πιο όμορφο και δροσερό απ’ όλα,
Θα χύσω το φαρμάκι μου, αδερφή μου!
Την άνοιξη του 1866 θα πάθει κρίση, μάλλον επιληψίας. Ακολουθεί η παραπληγία και η αφασία.
Μεταφέρεται στο Παρίσι για ανάρρωση και έπειτα από δύσκολους μήνες σε διάφορα αναρρωτήρια, το πρωί της 31ης Αυγούστου 1867, αφήνει την τελευταία πνοή. Ενταφιάζεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς.
Στα επόμενα χρόνια ο εκδοτικός οίκος Michel Lévy frères, εκδίδει σε επτά τόμους τα άπαντα του Μπωντλαίρ.
Ο Μπωντλαίρ εντάσσεται στους λεγόμενους «καταραμένους ποιητές» (Les Poètes Maudits), με την έννοια ότι αντιτάχθηκε στις συμβάσεις – κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές και γενικότερα πνευματικές – και γι’ αυτό το λόγο παραγκωνίστηκε απ’ την κοινωνία.
Με τη μελέτη του μπωντλαιρικού έργου ασχολήθηκαν σπουδαίοι στοχαστές όπως ο Μαρσέλ Προυστ, ο Ζαν Πολ Σαρτρ και ο Ζορζ Μπατάιγ.
Μεταγενέστεροι ποιητές όπως ο Στεφάν Μαλαρμέ ή ο Αρθούρος Ρεμπό και κινήματα όπως του Υπερρεαλισμού, θα χαρακτηρίσουν τον Μπωντλαίρ «δάσκαλό» τους και θα επηρεαστούν από εκείνον.
«Κάθε άνθρωπος άξιος γι΄ αυτό τ’ όνομα Έχει μες στην καρδιά ένα κίτρινο Φίδι, Θρονιασμένο σα μέσα σε καθέδρα Που, αν λέει: «Θέλω!» Αποκρίνεται όχι! Βύθισε τα μάτια σου μες στα προσηλωμένα μάτια Των θηλυκών Σατύρων ή των νυμφών του Χάους, Η νύξη λέει: «Το καθήκον σου σκέψου!» Κάνε παιδιά, φύτευε δέντρα Δούλευε στίχους, λάξεψε μάρμαρα Η νύξη λέει: «Θα ζεις απόψε;» Ό,τι κι αν προσχεδιάζει ή αν ελπίζει, Ο άνθρωπος δε ζει μια στιγμή Δίχως να υπομένει το νυγμό της προαγγελίας Της ανυπόφορης Έχιδνας».
Όσοι αναγνώστες επιθυμούν να στέλνουν κείμενα μπορούν να μας τα στέλνουν στη διεύθυνση: [email protected] Εφόσον τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις, που έχουν να κάνουν με το ύφος της ιστοσελίδας, θα δημοσιεύονται. Η ΜτΧ δεν ευθύνεται για τυχόν ανακρίβειες στα κείμενα των αναγνωστών.