Το μεσημέρι της 31ης Δεκεμβρίου του 1929, παραμονή πρωτοχρονιάς, ο κόσμος είχε πλημμυρίσει τους δρόμους της σκωτσέζικης πόλης Πέισλι.
Οι νοικοκυρές ψώνιζαν για το γιορτινό τραπέζι, οι σύζυγοι επέστρεφαν απ’ τη δουλειά και όλοι οι υπόλοιποι έτρεχαν για όποιες άλλες μικροδουλειές είχαν προκύψει λίγο πριν την αλλαγή του χρόνου.
Τα παιδιά του Πέισλι όμως βρίσκονταν όλα συγκεντρωμένα έξω από ένα συγκεκριμένο κτίριο, τον τοπικό κινηματογράφο “Γκλεν”, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το κλείσιμο των σχολείων και διοργάνωνε παιδικές προβολές.
Σχεδόν χίλια παιδιά περίμεναν έξω απ’ το σινεμά, τα μεγαλύτερα κρατούσαν τα μικρά τους αδέλφια στην αγκαλιά.
Λίγο πριν τις 2 το μεσημέρι, η αίθουσα προβολής ήταν κατάμεστη και οι πόρτες του κινηματογράφου έκλεισαν.
Στις 2 ακριβώς, η ταινία ξεκίνησε. Ήταν ένα γουέστερν με τίτλο “The Dude Desperado” και οι πιτσιρικάδες το απόλαυσαν.
Μετά από 15 λεπτά, ολοκληρώθηκε το πρώτο κομμάτι και ο υπεύθυνος προβολής, ο 15χρονος Τζέιμς Μακβέι, τύλιξε το φιλμ και το τοποθέτησε στην ειδική θήκη του.
Τη θήκη όμως, την άφησε απερίσκεπτα πάνω σε μία μπαταρία.
Την εποχή εκείνη, τα φιλμ ήταν εξαιρετικά εύφλεκτα γιατί κατασκευάζονταν από νιτροκυτταρίνη και αρκούσε η θερμότητα της μπαταρίας για να προκαλέσει τις πρώτες σπίθες.
Όταν ο 15χρονος Μακβέι αντιλήφθηκε ότι η θήκη του φιλμ κάπνιζε, την άρπαξε και έτρεξε προς την έξοδο, αλλά την βρήκε κλειδωμένη.
Παράτησε το φιλμ στον διάδρομο και έτρεξε να βρει τον προϊστάμενο του. Εκείνος τον έστειλε στο γραφείο του διευθυντή, που βρισκόταν στην άλλη άκρη του κτιρίου.
Όταν πια μετά από πολύ ώρα, ο διευθυντής άνοιξε την πόρτα και πέταξε έξω το φλεγόμενο φιλμ, ήταν αργά.
Ο καπνός είχε φτάσει μέχρι την αίθουσα προβολής και είχε σπείρει τον πανικό.
Κάποιος φώναξε “φωτιά” και τα παιδιά σηκώθηκαν έντρομα απ’ τα καθίσματά τους και άρχισαν να τρέχουν προς την κοντινότερη έξοδο.
Τη βρήκαν όμως κλειδωμένη με λουκέτο.
Φώναζαν, τσίριζαν για βοήθεια, αλλά η αίθουσα βρισκόταν σε υπόγειο και η φωνή τους δεν έφθανε σε κάποιον που θα μπορούσε να βοηθήσει.
Εντωμεταξύ, δεκάδες παιδά έτρεχαν με όλη τους τη δύναμη προς την έξοδο, χωρίς να γνωρίζουν ότι δεν μπορούσαν να βγουν.
Όσα είχαν φτάσει πρώτα, πιέζονταν πάνω στα σίδερα, από τα πανικόβλητα πιτσιρίκια που έτρεχαν με δύναμη και φόρα προς την κλειστή πόρτα.
Στις 2.30, η πυροσβεστική έσπασε το λουκέτο και άνοιξε την πόρτα της εξόδου.
Αυτό που αντίκρισαν δεν θα το ξεχνούσαν ποτέ.
Παιδιά είχαν ποδοπατηθεί και είχαν πεθάνει από ασφυξία.
Ορισμένα ήταν ακόμα όρθια με τα χέρια τους πάνω στα κάγκελα της πόρτας. Στηρίζονταν απ’ τα σώματα των άλλων παιδιών και έμοιαζαν ζωντανά. Αλλά δεν ήταν.
Αφού ο χώρος εκκενώθηκε, η πυροσβεστική άρχισε να μεταφέρει έξω τα πτώματα.
Συνολικά 71 παιδιά έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες άλλα μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο τραυματισμένα.
Κηδεύτηκαν στις 3 Ιανουαρίου του 1930 και θάφτηκαν σε κοινό τάφο.
Χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους για να στηρίξουν τις οικογένειες των νεκρών.
Ποτέ δεν έγινε γνωστό ποιος και γιατί κλείδωσε την πόρτα της εξόδου, αν και υπήρχαν υποψίες ότι δύο μεγαλύτερα αγόρια ήθελαν να τρομάξουν τα μικρά παιδιά.
Ο διευθυντής του κινηματογράφου δικάστηκε για θάνατο εξ’ αμελείας, αλλά αθωώθηκε.
Στάλθηκε βοήθεια από κάθε γωνιά της Βρετανίας.
Υπήρχαν γυναίκες που προσέφεραν ακόμα και τα παιδιά τους στις οικογένειες που έχασαν τα δικά τους.
Ένα απ’ τα γράμματα έγραφε: “Υπάρχει κάποια μητέρα στην πόλη σας που θα ήθελε να υιοθετήσει ένα αγοράκι 3 μηνών; Είμαι η μητέρα του και δεν μπορώ να τον κρατήσω και θα ήθελα να βρω ένα καλό σπίτι για αυτόν”.