Φθινόπωρο του 1989. Ο υπερσυντηρητικός ηγέτης της Ανατολικής Γερμανίας Εριχ Χόνεκερ δεν ασπάζεται την πολιτική φιλελευθεροποίησης την οποία εγκαινιάζει ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ.
Και ενώ οι χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού, η μια μετά την άλλη, άρχισαν να ανοίγουν τα σύνορα τους προς τη Δύση, ο γηραιός Χόνεκερ αρνείται πεισματικά να ικανοποιήσει τα ολοένα και εντεινόμενα αιτήματα των συμπατριωτών του για εκδημοκρατισμό και ελευθερία διακίνησης προς το εξωτερικό.
Με το άνοιγμα ωστόσο των συνόρων άλλων σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, ένα κύμα εγκατάλειψης της χώρας προς τη Δυτική Γερμανία διοχετεύτηκε μέσα από τρίτες χώρες, προκαλώντας διπλωματικούς τριγμούς μεταξύ των κυβερνήσεων των χωρών αυτών και της Ανατολικής Γερμανίας.
Με την ελπίδα να διασώσει το καθεστώς, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας προσπάθησε να δώσει λύση στην εκρηκτική εσωτερική και εξωτερική κατάσταση με την αντικατάσταση του Χόνεκερ από τον Έγκον Κρεντς, στις 17 Οκτωβρίου 1989 και την εξαγγελία αόριστων μέτρων εκδημοκρατισμού και φιλελευθεροποίησης.
Η βίαιη απαγόρευση της διακίνησης προς το εξωτερικό ήταν όμως το μόνο μέσο που διέθετε το καθεστώς για να κρατήσει τους πολίτες του στη χώρα.
Οι ανατολικογερμανοί ωστόσο δεν ήταν διατεθειμένοι να υποχωρήσουν. Σύντομα, ολοένα πιο μαζικές και δυναμικές διαδηλώσεις άρχισαν να συνταράσσουν τις πόλεις . Στους κόλπους της νέας ηγεσίας προκλήθηκε σύγχυση.
Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου συνεδρίασε εκτάκτως, με εντολή του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, μια επιτροπή αξιωματικών των Υπουργείων Εσωτερικών και Κρατικής Ασφάλειας για να προτείνει λύσεις.
Η πρόταση που υπέβαλε η επιτροπή στο Πολιτικό Γραφείο ήταν να επιτραπούν τόσο η μόνιμη μετεγκατάσταση, όσο και τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια. Μ’ αυτό τον τρόπο θα συγκρατούσαν ένα πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών που ήθελαν μόνο να επισκέπτονται συγγενείς τους στη Δυτική Γερμανία.
Μέχρι το απόγευμα τα Υπουργεία Εσωτερικών, Κρατικής Ασφάλειας και Δικαιοσύνης ήλεγχαν το σχέδιο ρύθμισης.
Ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ζίγκφριντ Βίτενμπεκ απέρριψε εντελώς τη ρύθμιση, καθώς εντόπισε κάποια τεχνικά προβλήματα.
Η κυβέρνηση όμως στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά ο εκτελεστής των αποφάσεων του κόμματος και η έγκριση των νομοσχεδίων από τα υπουργεία δεν ήταν παρά μια τυπική διαδικασία.Ο Γενικός Γραμματέας έπαιρνε την τελική απόφαση, λαμβάνοντας η όχι υπόψη του τις συμβουλές των αντίστοιχων υπουργών.
Έτσι, ενώ τα υπουργεία επεξεργάζονταν τη ρύθμιση και διαπίστωναν προβλήματα, το σχέδιο ταυτόχρονα έφθασε στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος. Το παρέλαβε ο ίδιος ο Κρέντς ο οποίος όμως δεν γνώριζε τις αντιρρήσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Επίσης, δεν πρόσεξε ότι το σχέδιο είχε καθοριστεί να δοθεί την επομένη στον Τύπο.
Ο Γενικός Γραμματέας έδωσε το σχέδιο μαζί με ένα σχετικό δελτίο Τύπου, στο μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος Γκίντερ Σαμπόφσκι. Εκείνος το παρέλαβε καθ’ οδόν προς την αίθουσα Τύπου, όπου επρόκειτο να δώσει συνέντευξη στους Ανατολικογερμανούς και ξένους δημοσιογράφους.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο Διεθνές Κέντρο Τύπου το Ανατολικού Βερολίνου, το απόγευμα της 9ης Νοεμβρίου, και μεταδόθηκε ζωντανά από την τηλεόραση της Ανατολικής Γερμανίας.
Προς το τέλος της συνέντευξης, ο Σαμπόφσκι , ο οποίος δεν είχε προλάβει να διαβάσει το σχέδιο, ανέφερε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε μια νέα ταξιδιωτική ρύθμιση. Στην εύλογη ερώτηση των δημοσιογράφων ποια ήταν αυτή, άρχισε να διαβάζει το σχέδιο, χωρίς να γνωρίζει ότι αυτό δεν είχε εγκριθεί και ήταν υπό επεξεργασία. Κάθε λέξη του Σαμπόφσκι έφερνε ολοένα και πιο κοντά το τέλος της ΛΔΓ:
«Αιτήσεις για σύντομα ιδιωτικά ταξίδια προς το εξωτερικό μπορούν να κατατίθενται χωρίς την επίκληση προϋποθέσεων (λόγοι ταξιδιού, συγγενικές σχέσεις). Οι άδειες θα δίνονται με σύντομες διαδικασίες. Στις υπεύθυνες υπηρεσίες δημοτολογίων και έκδοσης διαβατηρίων της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας έχει δοθεί εντολή να εκδίδουν βίζες άμεσα, χωρίς πια να απαιτούνται οι ισχύουσες προϋποθέσεις για μόνιμο εκπατρισμό. Η μόνιμη έξοδος από τη χώρα μπορεί να πραγματοποιείται από οποιοδήποτε μεθοριακό σημείο διέλευσης προς την Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.»
Η ανακοίνωση του σχεδίου δημιούργησε εύλογες απορίες. Τα τεχνικά προβλήματα που είχε επισημάνει ο Βίτενμπεκ ενέπλεκαν τα σύντομα ιδιωτικά ταξίδια με τη μόνιμη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό. Επίσης, δημιουργούσε την εντύπωση ότι για τα σύντομα ταξίδια δεν απαιτείτο διαβατήριο. Έτσι όμως οι πύλες του Τείχους του Βερολίνου θα έπρεπε να είναι μόνιμα ανοικτές.
Ακούσια το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ανατολικής Γερμανίας είχε θέσει τη βόμβα στα θεμέλια του πολιτικού συστήματος που εκπροσωπούσε. Απέμενε η πυροδότηση του φυτιλιού.
Αυτό το έπραξε ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρικάρντο Έρμαν. Στην ερώτηση του τελευταίου σχετικά με τον χρόνο έναρξης εφαρμογής του σχεδίου ο Σαμπόφσκι με εμφανή νευρικότητα άρχισε να ψάχνει τα χαρτιά του.
Μετά από ελάχιστα δευτερόλεπτα σιωπής απάντησε: «Αυτή η ρύθμιση τίθεται σε εφαρμογή… απ’ όσο ξέρω… αμέσως τίθεται σε εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση».
Η απάντηση αυτή έκανε τον γύρο του κόσμου. Με την κλασική δημοσιογραφική τακτική του «χαλασμένου τηλεφώνου» η είδηση συνοψίστηκε στο ότι το Τείχος του Βερολίνου είχε ανοίξει.
Οι Ανατολικοβερολινέζοι δεν περίμεναν περισσότερα ώστε να ξεχυθούν στους δρόμους, τις πρώτες πρωινές ώρες της 10ης Νοεμβρίου και να κατακλύσουν τα φυλάκια εισόδου του Τείχους.
Οι συνοριακοί φρουροί, αμήχανοι, ανέμεναν εντολές οι οποίες δεν έφθαναν ποτέ. Κάποια σκληροπυρηνικά στελέχη του κόμματος και της κυβέρνησης πρότειναν τη χρήση βίας.
Ευτυχώς όμως επικράτησαν ψυχραιμότερες φωνές. Ήταν πολύ αργά για να διορθωθεί το λάθος. Άλλωστε, τίποτα δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ανθρώπινο ποτάμι που είχε παραβιάσει τις πύλες και συνέρρεε στο Δυτικό Βερολίνο.
Το ουσιαστικό τέλος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας είχε φθάσει.
Ο κυκεώνας της γραφειοκρατίας είχε διαλύσει ένα κράτος!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: