Στις 21 Ιουλίου 1928 σιγεί μια από τις σπουδαιότερες πένες της λογοτεχνίας. Ο ποιητής και πεζογράφος, Κώστας Καρυωτάκης βάζει τέλος στη ζωή του αφήνοντας εκτός από σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά, πολλά αναπάντητα ερωτήματα ως προς τα αίτια της αυτοκτονίας του.
Ήταν πολλοί αυτοί που ισχυρίστηκαν ότι έπασχε από βαριά κατάθλιψη λόγω της δυσμενούς μετάθεσής του στην Πρέβεζα και άλλοι τόσοι που απέδωσαν τη μοιραία πράξη του Καρυωτάκη στη σύφιλη που τον ταλαιπωρούσε και προσπαθούσε να την κρύψει.
Ίσως πάλι να φταίνε και οι δύο αιτίες.
Ἀπόκαμα, θολώσανε τὰ μάτια μου καὶ ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στὸ βάζο ξέρω δίπλα μου δυὸ κρίνους φωτεινούς.
Σὰ νά ῾χουν βγεῖ σὲ τάφο.)
απόσπασμα από το ποίημα ΓΡΑΦΙΑΣ
Η καριέρα του Καρυωτάκη ως νομικού που δεν ξεκίνησε ποτέ, τα υπουργεία και οι ποιητικές συλλογές
Γεννήθηκε στην Τρίπολη Αρκαδίας στις 30 Οκτωβρίου 1896. Το μεσαίο παιδί του νομομηχανικού Γιώργου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης (Κατήγκως) Σκάγιαννη. Λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του, η οικογένειά αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913.
Το 1917 πήρε το πτυχίο της Νομικής, αλλά η έλλειψη πελατείας θα τερματίσει την καριέρα του πριν καν αρχίσει.
Πέρασε από πολλές δημόσιες υπηρεσίες μετά την απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό. Ήταν όμως μια δουλειά που τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Τη θεωρούσε μια μεγάλη ταλαιπωρία.
Η πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων», εκδόθηκε με δικά του έξοδα σε 120 αντίτυπα, το 1919.
«Εἶναι τὸ βράδυ ἀπόψε θλιβερὸ
κι ἐμεῖς θᾶν τὸ γλεντήσουμε τὸ βράδυ,
ὅσοι ἔχουμε τὸ μάτι μας ὁγρὸ
καὶ μέσα μας τὸν ᾅδη.»
από το ποίημα GALA
Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό «Η Γάμπα», του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας.
Η δεύτερη συλλογή του, «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.
Οἱ Δὸν Κιχῶτες πᾶνε ὀμπρὸς καὶ βλέπουνε ὡς τὴν ἄκρη
τοῦ κονταριοῦ ποὺ ἐκρέμασαν σημαία τους τὴν Ἰδέα.
Κοντόφθαλμοι ὁραματιστές, ἕνα δὲν ἔχουν δάκρυ
γιὰ νὰ δεχτοῦν ἀνθρώπινα κάθε βρισιὰ χυδαία.
απόσπασμα από το ποίημα ΔονΚιχώτες
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε σε έναν μοιραίο ερωτικό δέσιμο με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη (1902-1930). Τον Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».
Ο έρωτας με τη Μαρία Πολυδούρη, η δυσμενής μετάθεση και η αυτοκτονία
Ο Καρυωτάκης γνώρισε την Πολυδούρη σε μια δημόσια υπηρεσία που εργαζόντουσαν προσωρινά και οι δυο. Έζησαν έναν μεγάλο, αλλά άτυχο έρωτα που τους στιγμάτισε. Ουσιαστικά, δεν μπόρεσαν ποτέ να είναι μαζί.
Ύστερα από μια δυσμενή μετάθεση στη Νομαρχία της Πρέβεζας το 1928 αφήνει πίσω του οριστικά την Αθήνα. Ο Κώστας Καρυωτάκης ως δικηγόρος της Νομαρχίας, είχε στα καθήκοντά του τη σύνταξη και τον έλεγχο των τίτλων κυριότητας των αγροτεμαχίων διανομής προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Κώστας Καρυωτάκης, τις δυο τελευταίες ώρες της ζωής του τις πέρασε στο παραλιακό καφενείο, «Ο Ουράνιος Κήπος». Άφησε φιλοδώρημα 75 δραχμές, ζήτησε ένα τσιγάρο και ένα χαρτί που έγραψε τα εξής:
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ημουν άρρωστος.
Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Κ.Γ.Κ.
Το ποίημα του Καρυωτάκη Πρέβεζα.
Μουσική: Γιάννης ΓλέζοςΌπως αποδείχθηκε, είχε ήδη προμηθευτεί από την προηγούμενη μέρα το όπλο με το οποίο έδωσε τέλος στη ζωή του. Ένα περίστροφο τύπου Pieper Bayard 9mm.
Στις 21 Ιουλίου 1928, σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει φορώντας το κουστούμι του, με ψάθινο καπέλο και το χέρι με το πιστόλι στο στήθος.
Παρακολουθείστε το ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού για τη ζωή και τον θάνατο του Κώστα Καρυωτάκη μέσα από πραγματικές μαρτυρίες και ντοκουμέντα της εποχής:
Με πληροφορίες από: karyotakis awardspace