Υπήρχαν άνθρωποι που την περίοδο της κατοχής έζησαν πλουσιοπάροχα και με προνόμια.
Άνθρωποι που πρόδωσαν την πατρίδα τους και πήραν γενναία ανταλλάγματα από τους κατακτητές.
Ο Κώστας Πετρουτσόπουλος ήταν ένας από αυτούς.
Ο ζιγκολό που έγινε προδότης
Ο Κώστας Πετρουτσόπουλος έμενε στην Αθήνα την περίοδο της κατοχής.
Ήταν γνωστός ζιγκολό και είχε τη φήμη ενός ατόμου αναμεμιγμένου σε πολλές σκοτεινές υποθέσεις και απατεωνιές.
Όταν οι Ιταλοί εισήλθαν στην πρωτεύουσα, αμέσως θέλησαν να διευρύνουν το δίκτυο των πρακτόρων τους.
Πλησίασαν τον Πετρουτσόπουλο, δελεάζοντας τον με μια γενναία χρηματική προσφορά.
Ο γνωστός τυχοδιώκτης και φίλος των νυχτερινών κέντρων, αμέσως δέχτηκε να γίνει καταδότης.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, ξεκίνησε να εκτελεί τα θελήματα των Ιταλών κατακτητών.
Ο Πετρουτσόπουλος, προσποιούμενος τον Αγγλόφιλο, φιλοξένησε στο πολυτελές διαμέρισμα του στην οδό Σκαραμαγκά απέναντι από το Μουσείο, τους Άγγλους αξιωματικούς, υπολοχαγό Μακ Ναμπ και τον ανθυπολοχαγό Ρίκετ.
Το επόμενο πρωί τους κατέδωσε στους Ιταλούς, οι οποίοι τους φυλάκισαν, τους καταδίκασαν σε θάνατο και τους εκτέλεσαν για σαμποτάζ και κατασκοπεία.
Πετρουτσόπουλος και «Ντιριντάουα»
Ο Κώστας Πετρουτσόπουλος κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αθήνας με ένα οκτακύλινδρο Όπελ, πανάκριβο για την εποχή, αμάξι και είχε πάντα μαζί του την ταυτότητα της γερμανικής μυστικής αστυνομίας.
Εκείνο το διάστημα, περίπου στις αρχές της δεκαετίας του 1940 γνώρισε την Θεσσαλονικιά ηθοποιό Καίτη Οικονόμου.
Η 24χρονη ηθοποιός ήταν περισσότερο γνωστή στους καλλιτεχνικούς κύκλους με το ψευδώνυμο «Ντιριντάουα».
Λίγο καιρό αργότερα, το ζευγάρι παντρεύτηκε και μετακόμισε στο σπίτι του Πετρουτσόπουλου στην οδό Σκαραμαγκά.
Η σύλληψη της «Ντιριντάουα»
Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο, ο Πετρουτσόπουλος υπηρέτησε στο Β’ Γραφείο του Α’ Σώματος Στρατού λίγο έξω από το Αργυρόκαστρο.
Φεύγοντας οι Άγγλοι τον Απρίλιο του 1941, άφησαν πίσω τους ορισμένους πυρήνες για να κάνουν σαμποτάζ και κατασκοπεία εναντίον των Ιταλών και των Γερμανών. Μεταξύ αυτών, ήταν ο υπολοχαγός Πρέστον που τον σκότωσαν Ιταλοί καραμπινιέροι στην συμπλοκή που έγινε στην οδό Ακομινάτου, όταν πήγαν να τον συλλάβουν.
Μαζί με τον Πρέστον ήταν οι αξιωματικοί Μακ Νάμπ και Ρίκετ, που είχε φιλοξενήσει στο σπίτι του και προδώσει ο Πετρουτσόπουλος.
Με τους δύο αξιωματικούς συνελήφθησαν άλλοι 32 Άγγλοι στρατιωτικοί και αρκετοί Έλληνες που συνεργάζονταν μαζί τους.
Για τις συλλήψεις αυτές θεωρήθηκε υπεύθυνη τότε και η Ντιριντάουα.
Μάλιστα, Αθηναίοι που γέμιζαν κάθε φορά το θέατρο «Αλκαζάρ» το καλοκαίρι του 1942, δημιουργούσαν σε βάρος της επεισόδια και σε κάθε εμφάνισή της, τη συνόδευαν σφυρίγματα και αποδοκιμασίας, τις πετούσαν μικρά πετραδάκια και της έστελναν υβριστικές επιστολές.
Η κατάσταση ήταν αφόρητη για την όμορφη, νέα ηθοποιό.
Ένα βράδυ, καθώς εκτελούσε κάποιο νούμερο στη σκηνή, ακούστηκαν έντονες αποδοκιμασίες και η λέξη «Βουλγάρα»
Η Καίτη Οικονόμου αμέσως διέκοψε την σκηνή και φώναξε δυνατά: «Είμαι Ελληνίδα. Ζήτω η Αγγλία!»
Το ίδιο βράδυ συνελήφθη από τους Ιταλούς.
Δικάστηκε σε φυλάκιση ενός χρόνου και μπήκε φυλακή.
Δεν εξέτισε την ποινή της, αφού ο Πετρουτσόπουλος φρόντισε να την αποφυλακίσει σχεδόν αμέσως με τις «γνωριμίες» που είχε.
Πριν να την αποφυλακίσουν, η Γκεστάπο και οι Ιταλοί πράκτορες έστειλαν τον Πετρουτσόπουλο στην Ιταλία για να κατασκοπεύσει Έλληνες και Βρετανούς που γνώριζε.
Ο Πετρουτσόπουλος σκηνοθετεί τον θάνατό του και ξεγελά τον ηθοποιό Λάμπρο Κωνσταντάρα
Ο Πετρουτσόπουλος ήταν τόσο δαιμόνιος απατεώνας, που σκηνοθέτησε τον θάνατο του για να ξεγελάσει φίλους και γνωστούς του.
Τον Ιανουάριο του 1945 στην εφημερίδα Βραδυνή, ο ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας διηγήθηκε πως έπεσε θύμα του προδότη Πετρουτσόπουλου.
Ο Κώστας Πτρουτσόπουλος ζήτησε από τον Κωνσταντάρα να του δανείσει κάποια χρήματα που είχε μεγάλη ανάγκη, όπως του είπε.
Ο καλόκαρδος ηθοποιός αμέσως τον βοήθησε. Όμως, το ποσό που του δάνεισε δεν ήταν το μοναδικό.
Αρκετές φορές του έδινε χρήματα.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ήρθε η στιγμή που ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ήθελε τα χρήματα του πίσω, ή έστω για αρχή κάποιο μικρό ποσό, καθώς και ο ίδιος είχε ανάγκες που έπρεπε να καλύψει.
Όταν ο Κωνσταντάρας πήγε στο ραντεβού που έκλεισε για να πάρει πίσω τα δανεικά, τον πληροφόρησαν ότι ο Πετρουτσόπουλος προσβλήθηκε από σηψαιμία και τον μετέφεραν επειγόντως στο νοσοκομείο «Αιγινίτειο».
Το ίδιο απόγευμα, ο ηθοποιός πήγε στο νοσοκομείο για να τον δει, καθαρά από ενδιαφέρον για την πορεία της υγείας του.
Εκεί, έμαθε από τις νοσοκόμες ότι ο Πετρουτσόπουλος ξεψυχά και έχει ελάχιστες ώρες ζωής.
Συγκινημένος ο Κωνσταντάρας έφυγε.
Την άλλη μέρα το πρωί, πριν να τον επισκεφτεί ξανά στο νοσοκομείο, φρόντισε να αγοράσει ένα στεφάνι για την κηδεία του.
Όταν έφτασε στο «Αιγινίτειο», έκπληκτος πληροφορήθηκε από τις μη «μυημένες» νοσοκόμες, ότι ο Πετρουτσόπουλος όχι μόνο δεν ήταν ασθενής, αλλά έχαιρε άκρας υγείας και λίγες ώρες νωρίτερα είχε αναχωρήσει για την Ρώμη!
Η δίκη του Πετρουτσόπουλου και της Οικονόμου
Η τύχη του δοσίλογου Πετρουτσόπουλου και της γυναίκας του ήταν λίγο πολύ παρόμοια με τις τύχες πολλών δοσίλογων και προδοτών που συμμάχησαν με τους Ναζί κατά της Ελλάδας.
Ο απατεώνας και καταδότης δικάστηκε ερήμην από το 3ο Δικαστήριο Δοσίλογων της Αθήνας, στις 3 Δεκεμβρίου 1945.
Την ίδια μέρα δικάστηκε και η Καίτη Οικονόμου.
Οι κατηγορίες εις βάρος της ήταν εσχάτη προδοσία και ηθική αυτουργία για θανατώσεις και βασανιστήρια 39 αγωνιστών Ελλήνων και Άγγλων.
Η Ντιριντάουα αθωώθηκε. Οι μάρτυρες έδειξαν ως υπαίτιο τον εξαφανισμένο Κώστα Πετρουτσόπουλο, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο.
Υπάρχουν βέβαια δύο εκδοχές για την τύχη του Πετρουτσόπουλου.
Η μία αναφέρει ότι ο Πετρουτσόπουλος γύρισε στην Ελλάδα λίγο πριν από την απελευθέρωση της και έμεινε για 15 χρόνια στις φυλακές της Καλλιθέας.
Μια άλλη εκδοχή υποστηρίζει ότι το 1944, Βρετανοί πράκτορες ανακάλυψαν τον Πετρουτσόπουλο στην Ρώμη και τον εκτέλεσαν ως κοινό προδότη και εγκληματία.
Η Καίτη Οικονόμου, μετά την αθώωσή της προσχώρησε στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στη συνέχεια εξορίστηκε.
Τη δεκαετία του 1950 παντρεύτηκε τον ηθοποιό Κώστα Χατζηχρήστο.
Τον Φεβρουάριο του 1996, η «Ντιριντάουα» πέθανε στην Κηφισιά, παραγκωνισμένη και ξεχασμένη από όλους.
Απόσπασμα από το βιβλίο: «Ήρωες και προδότες στην κατοχική Ελλάδα», του δημοσιογράφου και συγγραφέα Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη