Τη δεκαετία του ’70 μια μυστηριώδης εξαφάνιση είχε απασχολήσει τα μέσα ενημέρωσης στην Αμερική.
Μέχρι σήμερα θεωρείται ένα άλυτο μυστήριο του περασμένου αιώνα που αφορούσε έναν από τους πιο γνωστούς συνδικαλιστές της εποχής.
Το όνομά του ήταν Τζίμι Χόφα και είχε γίνει διάσημος μέσα από τη δράση του στην εργατική ένωση «Τeamsters».
Ήταν πρόεδρος για περισσότερο από 10 χρόνια και χάρη στη δυναμική παρουσία του το συνδικάτο είχε γίνει το μεγαλύτερο στη Αμερική με 1,5 εκατομμύρια μέλη.
Ο Χόφα χρησιμοποιούσε τις εργατικές απεργίες για να ασκεί πιέσεις σε συγκεκριμένους εργοδότες και να εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ένωσης.
Η ένωση έπαιζε σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα των αμερικάνικων εκλογών και την περίοδο της προεδρίας του Χόφα είχε αποκτήσει μεγάλη δύναμη.
Ο Χόφα ήταν αδίστακτος. Κατάφερε να αυξήσει τη δύναμη του συνδικάτου κάνοντας συμφωνίες με το οργανωμένο έγκλημα.
Έτσι δεν είχε πρόβλημα να πάρει χρήματα από το συνδικαλιστικό ταμείο για να στηρίξει έργα της μαφίας και να «χρηματοδοτήσει» υψηλόβαθμα στελέχη του συνδικάτου.
Μεταξύ άλλων χρηματοδότησε τις επενδύσεις των μαφιόζων στα Καζίνο του Λας Βέγκας τη δεκαετία του ’50 και του ’60.
Οι εχθροί του
Σταδιακά απέκτησε πολλούς εχθρούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Ρόμπερτ Κένεντι, ο οποίος μετά την εκλογή του αδερφού του έγινε Υπουργός Δικαιοσύνης και υποσχέθηκε να πατάξει το οργανωμένο έγκλημα και να ερευνήσει τις σχέσεις των συνδικάτων με τη μαφία.
Ο Χόφα ήταν από τους βασικούς στόχους του Κένεντι από την εποχή που ήταν γερουσιαστής της Μασαχουσέτης.
Πράγματι, έπειτα από πολλές καταγγελίες ο Χόφα καταδικάστηκε σε 8 χρόνια φυλάκισης για υπεξαίρεση χρημάτων και επειδή πιάστηκε να έχει δωροδοκήσει ακόμη και ενόρκους δικαστηρίου.
Το 1967 μπήκε στη φυλακή, αλλά κατάφερε να αποφυλακιστεί έπειτα από τέσσερα χρόνια. Την περίοδο εκείνη πρόεδρος της Αμερικής ήταν ο Νίξον και ο Χόφα κέρδισε την ελευθερία του με την προϋπόθεση να μείνει μακριά από το συνδικάτο για μια δεκαετία.
Ωστόσο, δεν τήρησε τη συμφωνία και άρχισε ξανά τις προσπάθειες για να εκλεγεί Πρόεδρος της Ένωσης.
Δεν εξελέγη ποτέ γιατί εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Η εξαφάνιση του Χόφα
Στις 30 Ιουλίου 1975 ο Χόφα είχε ραντεβού στο εστιατόριο «Ρεντ Φοξ» έξω από το Ντιτρόιτ.
Επρόκειτο να συναντήσει τρεις άνδρες. Τον ηγέτη των εργατών του Ντιτρόιτ, έναν γνωστό γκάνγκστερ της περιοχής και ένα ισχυρό μέλος της «Teamster Union» από το Νιου Τζέρσεϊ.
Στις 2 το μεσημέρι ο Χόφα είχε φτάσει στο σημείο συνάντησης. Περίμενε λίγη ώρα και έπειτα από λίγο πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του και της είπε ότι θα περιμένει ακόμα μερικά λεπτά και αν δεν έρθουν θα φύγει.
Στις τρεις παρά τέταρτο τον είδαν να μπαίνει μαζί με άλλους άντρες σε ένα αυτοκίνητο. Έκτοτε τα ίχνη του χάθηκαν.
Ο τελευταίος άνθρωπος που τον άκουσε ζωντανό ήταν η γυναίκα του.
Μετά τη δήλωση εξαφάνισης, οι αστυνομικοί ξεκίνησαν να τον αναζητούν.
Οι μάρτυρες ανέφεραν ότι τον είδαν έξω από το εστιατόριο να περιμένει και μετά να επιβιβάζεται σε ένα αυτοκίνητο.
Κανένας από τους αστυνομικούς δεν πίστεψε ότι είχε καταφέρει να βγει ζωντανός από το αυτοκίνητο.
Οι ερευνητές του FBI ανέφεραν ότι το πιο πιθανό σενάριο είναι να συνάντησε τον μαφιόζο «Τόνι Προ», Άντονι Προβεντσάνο και να τον σκότωσαν οι άνθρωποί του.
Μεταξύ των υπόπτων ήταν τα ονόματα δύο στενών φίλων του Χόφα.
Φυσικά ύποπτοι ήταν και οι άνθρωποι της μαφίας, ενώ ο βασικότερος ύποπτος δηλαδή ο Προβεντσάνο, είχε άλλοθι.
Πολλοί σχολίασαν ότι εάν ήθελε να τον σκοτώσει δεν θα κανόνιζε συνάντηση μαζί του.
Τα επόμενα χρόνια πρώην μαφιόζοι ανέφεραν στους αστυνομικούς ότι ο Χόφα είχε σκοτωθεί σε ένα σπίτι και στη συνέχεια τον έθαψαν στα θεμέλια του γηπέδου των Giants ή εκεί που βρίσκεται σήμερα ο αυτοκινητόδρομος του Ντιτρόιτ.
Οι αστυνομικοί δεν κατάφεραν ποτέ να βρουν το πτώμα του, ούτε τους υπευθύνους.
Η κόρη του είχε δηλώσει πρόσφατα: «Όσοι εμπλέκονται στην εξαφάνιση του θα έχουν πεθάνει», ενώ ένα μέλος του συνδικάτου είχε πει: «Γνωρίζουμε ότι το έκανε ο Τόνι και οι άντρες του από το Νιου Τζέρσει, αλλά δε υπάρχει μάρτυρας να το αποδείξει».
Το 1982 δηλώθηκε επίσημα νεκρός. Το πτώμα δεν βρέθηκε και κανένας δεν κατηγορήθηκε για τον θάνατό του. Γι’ αυτό η υπόθεση παραμένει ανοιχτή.