Μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, η αστυνομία δεν γνώριζε πόσο σημαντικές μπορούσαν να γίνουν οι φωτογραφίες στον τόπο του εγκλήματος. Σε αυτό βέβαια συνέβαλε και το γεγονός ότι η φωτογραφία, γνωστή τότε ως νταγκεροτυπία, εφευρέθηκε μόλις το 1839 από τον Λουί Νταγκέρ.
Χρειάστηκαν περίπου τέσσερις δεκαετίες μέχρι η εγκληματολογία να εκτιμήσει την αξία τους και οι φωτογραφίες να χρησιμοποιηθούν στις αστυνομικές έρευνες. Δεν είχαν γίνει όμως απαραίτητες.
Οι περισσότεροι αστυνομικοί δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία, ούτε κρατούσαν αρχεία.
Τις μάζευαν σε στοίβες χωρίς καμία σημείωση και έτσι ουσιαστικά μετά από λίγο καιρό τις αχρήστευαν.
Σε πολλές περιπτώσεις, δεν έκαναν καν τον κόπο να ξανατραβήξουν μία φωτογραφία τον εγκληματία, ακόμα και αν η πρώτη δεν είχε βγει καλά και ήταν καμμένη ή ο θύτης είχε κουνηθεί.
Όλα αυτά άλλαξαν όταν εφαρμόστηκε το σύστημα του Αλφόνς Μπερτιγιόν, ο οποίος χρησιμοποίησε τις φωτογραφίες για την ταυτοποίηση των εγκληματιών.
Στις έρευνές του χρησιμοποίησε τα σωματικά χαρακτηριστικά, όπως το μέγεθος και το σχήμα των αυτιών, την απόσταση μεταξύ των ματιών, το μέγεθος της μύτης.
Εκτός όμως από την ταυτοποίηση εγκληματιών, οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν και για τη διαλεύκανση των εγκλημάτων.
Αποκάλυπταν σημαντικά στοιχεία σχετικά με το πώς διαπράχθηκε ένας φόνος, από τον τρόπο που είχε πέσει το σώμα του θύματος, μέχρι και τις πιθανές ζημιές που είχαν γίνει στον χώρο.
Οι παρακάτω φωτογραφίες προέρχονται από τα αστυνομικά αρχεία του Παρισιού, από τις αρχές του 20ου αιώνα.