Μια εβδομάδα μετά την έναρξη του Ελληνογερμανικού πολέμου 6 Απριλίου 1941, το μέτωπο στη βόρεια Ελλάδα κατέρρευσε.
Στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία οι ελληνικές μονάδες συνθηκολόγησαν και η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε στις 9 Απριλίου. Την ίδια στιγμή το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα υποχωρούσε προς τον νότο. Στο στενό πέρασμα των Θερμοπυλών οι Βρετανοί προέβαλαν μια απεγνωσμένη αντίσταση η οποία δεν κατάφερε να αναχαιτίσει τη γερμανική προέλαση. Επόμενος στόχος των εισβολέων ήταν η Αθήνα.
Μετά τη μάχη των Θερμοπυλών κανένα ουσιαστικά εμπόδιο δεν υπήρχε ανάμεσα στους Γερμανούς και την ανυπεράσπιστη Αθήνα.
Η ελληνική πρωτεύουσα βίωνε τις δικές της στιγμές αγωνίας, αναμένοντας το αναπόφευκτο.
Ο Ιωάννης Αντωνακέας ανακάλεσε στη μνήμη του τις ημέρες που η πρωτεύουσα ζούσε «περιμένοντας τους βαρβάρους»: «Ζήσαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα με κατήφεια. Μαθαίναμε από τις εφημερίδες την κάθοδο των Γερμανών. Στρυμόνας, Θερμοπύλες και τώρα εμείς».
Την ίδια στιγμή, στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επικρατούσε αναβρασμός. Αμέσως μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου η διοίκησης της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων (ΣΣΕ) χορήγησε άδεια στους 320 πρωτοετείς σπουδαστές της.
Η άδεια ανακλήθηκε στις 25 Νοεμβρίου εξαιτίας της επιτυχούς, από ελληνικής πλευράς, πορείας των επιχειρήσεων.
Οι 300 εναπομείναντες σπουδαστές επανήλθαν στην εκπαίδευση τους, μέχρι την κήρυξη του Ελληνογερμανικού πολέμου. Τότε οι νεαροί ευέλπιδες ζήτησαν επίμονα τη μετάβαση τους στο μέτωπο. Το αίτημα τους φυσικά δεν έγινε αποδεκτό.
Η αποχώρηση κυβέρνησης και βασιλιά για την Κρήτη «προς συνέχισιν του αγώνος», ενέπνευσε τους ενθουσιώδεις σπουδαστές να ενεργήσουν ανάλογα. Στο μεταξύ όμως, οι Γερμανοί είχαν φθάσει στα πρόθυρα της πρωτεύουσας.
Η ανταρσία των Ευέλπιδων
Μετά την αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης για την Κρήτη, η τήρηση της τάξης στην Αθήνα είχε ανατεθεί στον στρατιωτικό διοικητή Αττικής, υποστράτηγο Χ. Καβράκο. Αυτός διέταξε την παραμονή της Σχολής στη θέση της ώστε να αναλάβει αστυνομικά καθήκοντα. Κατά την ημερήσια αναφορά της 23ης Απριλίου οι ευέλπιδες παρατάχθηκαν πλήρεις οπλισμού, καθώς είχαν συνεννοηθεί μεταξύ τους να μεταβούν με κάθε μέσο στην Κρήτη. Όταν ανακοινώθηκε η διαταγή του φρουράρχου όλοι πάγωσαν. Μόνο ένας εύελπις αρνήθηκε να υπακούσει. Ο διοικητής διέταξε την σύλληψη του. Τότε όμως η άρνηση γενικεύθηκε και στη θέση του εύελπι βρέθηκε ο διοικητής και ο υπασπιστής του, που ακινητοποιήθηκαν από τους σπουδαστές.
Οι εξεγερμένοι σπουδαστές ανέλαβαν τον έλεγχο των κτιρίων της Σχολής και εγκατέστησαν αμυντικά φυλάκια στην περίμετρο.
Ταυτόχρονα μια οπλισμένη ομάδα κατευθύνθηκε προς τη λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπου υπό την απειλή των όπλων, επίταξε φορτηγά και λεωφορεία για τη διαφυγή!
Ο Καβράκος προσπάθησε ανεπιτυχώς να μεταπείσει τους σπουδαστές. Αντιλαμβανόμενος ότι η απόφασή τους ήταν αμετάκλητη υποχώρησε και με διαταγή της Ανωτέρας Στρατιωτικής Διοίκησης Αθηνών ανέθεσε τη διοίκηση της ΣΣΕ στον υπολοχαγό Ν. Λυγιδάκη.
Στις 03.00 της 24ης Απριλίου οι ευέλπιδες, αφού παρέλαβαν τη σημαία της Σχολής, αναχώρησαν.
Τους ακολούθησε ο νέος τους διοικητής, κάποιοι ακόμα αξιωματικοί, καθώς και μερικοί ανθυπολοχαγοί-διμοιρίτες (πρώην τριτοετείς ευέλπιδες) και οι βοηθοί τους δευτεροετείς ευέλπιδες.
Οι ευέλπιδες, μετά από πολλές περιπέτειες, έφθασαν στο Γύθειο. Στη συνέχεια επιβιβάστηκαν σε καΐκια και στις 29 Απριλίου αποβιβάστηκαν στην Κρήτη (Κολυμπάρι Χανίων). Εκεί θα έγραφαν ίσως την πιο λαμπρή σελίδα στην ιστορία της Σχολής.
Στις 24 Απριλίου ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας και ο δήμαρχος Αθηναίων επισκέφτηκαν τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χρύσανθο.
Ο ιεράρχης σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Έρχονται εις επίσκεψίν μου ο Νομάρχης Αττικοβοιωτίας κ. Πεζόπουλος και ο Δήμαρχος κ. Πλυτάς, κατ’ εντολήν του Υφυπουργού Ασφαλείας κ. Μανιαδάκη, δια να μοι ειπούν ότι μετά των ανωτέρω δύο και του Φρουράρχου Αθηνών Στρατηγού Καβράκου θα παραδώσωμεν την πόλιν εις τους Γερμανούς. Απήντησα ότι εις το έργον τούτο ουδεμίαν θέσιν έχει ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών… έργον του Αρχιεπισκόπου είναι όχι να υποδουλώνη αλλά να ελευθερώνη».
Ο Χρύσανθος, παρ’ όλη την επιμονή της αντιπροσωπείας, δεν συμμετείχε στην επιτροπή υποδοχής. Η δικαιολογία του ήταν:
«Εγώ είμαι πνευματικός αρχηγός της πρωτευούσης, οι επερχόμενοι Γερμανοί και οι σύμμαχοι αυτών είναι ετερόδοξοι. Πώς είναι δυνατόν να παραδώσω την πνευματικήν διοίκησιν της Ορθοδόξου πρωτευούσης εις ετεροδόξους;».
Στις 25 Απριλίου οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας είχαν γεμίσει από ατέλειωτες φάλαγγες βρετανικών οχημάτων με ταλαιπωρημένους στρατιώτες που έπαιρναν αργά τον δρόμο προς την Κόρινθο κάτω από μια «βροχή» λουλουδιών, τις επευφημίες των Αθηναίων, ευχές εκατέρωθεν για «καλή αντάμωση» και…υποσχέσεις από την πλευρά των Βρετανών.
Ο Μανώλης Γλέζος θυμάται: «Βλέπαμε τους Εγγλέζους να φεύγουν. Μας έλεγαν “Mια μάχη ήταν, τη χάσαμε αλλά εσείς πρέπει να συνεχίσετε και θα σας δώσουμε την Κύπρο”. Έλεγαν στους στρατιώτες τους να μας λένε αυτό το πράγμα».
Τις ημέρες που ακολούθησαν την αναχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης για την Κρήτη, η κίνηση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης είχε μειωθεί αισθητά. Εξαίρεση αποτελούσαν οι ώρες κατά τις οποίες περνούσαν βρετανικές φάλαγγες και οπισθοχωρούσαν βιαστικά προς τα νοτιοδυτικά. Τις νύκτες, σε μερικά μπαρ της Αθήνας, οι φλεγματικοί Βρετανοί αεροπόροι και στρατιωτικοί του επιτελείου του ΒΕΣ απολάμβαναν το ποτό τους, παρά τις φήμες οι οποίες κυκλοφορούσαν σχετικά με την επικείμενη έλευση των Γερμανών.
Ο Κωνσταντίνος Φάρος μίλησε για τη χαρακτηριστική βρετανική ψυχραιμία:
«Στην Αθήνα τότε παρακολούθησα σχεδόν όλες τις αεροπορικές επιδρομές των Γερμανών, εναντίον κυρίως του λιμανιού στον Πειραιά. Θυμάμαι χαρακτηριστικά όταν μια βραδιά είχα πάει με τον πατέρα μου στον κινηματογράφο Ορφεύς, στην οδό Σταδίου και έγινε συναγερμός.
Αμέσως κατεβήκαμε φοβισμένοι στο καταφύγιο κάτω από την κινηματογραφική αίθουσα, όπου συγχρόνως λειτουργούσε και μια καντίνα για τους Βρετανούς στρατιωτικούς. Εκεί με εντυπωσίασε ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι στρατιώτες συνέχισαν κατά τη διάρκεια της επιδρομής να πίνουν απτόητοι τις μπύρες τους και να τραγουδούν το “Roll out the barrel”! Αργότερα κατάλαβα ότι η αντίδρασή τους αυτή ήταν πολύ φυσική, αφού οι περισσότεροι από αυτούς θα είχαν ήδη δοκιμαστεί κατά τους σφοδρούς γερμανικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς στη Βρετανία το 1940…».
Εν τω μεταξύ, στην πρωτεύουσα συνέρρεαν Έλληνες στρατιώτες, καταγόμενοι από τα νησιά και τη νότιο Ελλάδα, αναζητώντας εναγωνίως ένα μέσο επιστροφής στις ιδιαίτερες πατρίδες τους.
Ο Θανάσης Αναννίδης ανακαλεί στη μνήμη του αυτή την εικόνα: «Οι Έλληνες στρατιώτες μαζεύονταν στα καφενεία και προσπαθούσαν να βρουν ένα τρόπο να πάνε στα χωριά τους. Ήταν βρώμικοι, ελεεινοί και πεινασμένοι. Όλη η Αθήνα είχε γεμίσει. Ακόμη βλέπω στα μάτια μου τον πανικό των ανθρώπων αυτών και κυρίως των Κρητικών. Οι τελευταίοι φοβούνταν ότι, εξαιτίας της δράσης τους στο μέτωπο της Αλβανίας, οι Ιταλοί θα τους συνελάμβαναν όλους».
Μέσα σε αυτό το βαρύ κλίμα οι Αθηναίοι είχαν κλειστεί στα σπίτια τους ενώ μέλη της ΕΟΝ εξαφάνιζαν από τους τοίχους τις αφίσες και τα συνθήματα που καλούσαν τον λαό σε αντίσταση κατά των εισβολέων. Την νύχτα της 26ης προς 27η Απριλίου οι Αθηναίοι άκουγαν εκρήξεις αποθηκών πυρομαχικών από τα προάστια της πόλης και του Πειραιά.
Οι αποθήκες ανατινάσσονταν για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών.
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 26/27ης Απριλίου, κατά μήκος της οδού Σταδίου, περνούσαν τα τελευταία οχήματα των βρετανικών οπισθοφυλακών.
Ο Ανδρέας Σταματόπουλος, ήταν αυτόπτης μάρτυρας: «Έτυχε να βρίσκομαι στην Αθήνα με την οικογένειά μου όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην πόλη. Μέναμε στο ξενοδοχείο City Palace της οδού Σταδίου.
Η νύκτα της 26/27 Απριλίου ήταν ένας αληθινός εφιάλτης…. Όταν ξημέρωσε, γύρω στις οκτώ, ένας θόρυβος μηχανής ακούστηκε από τον δρόμο μπροστά από το ξενοδοχείο. Μια γκρίζα στρατιωτική μοτοσικλέτα που έφερε διπλωμένη πίσω από το κάθισμα του οδηγού μια κόκκινη σημαία με εμφανή τη μαύρη σβάστικα, πέρασε με ταχύτητα από την περιοχή της πλατείας Ομονοίας προς το Σύνταγμα. Ξαφνικά όλοι αισθανθήκαμε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό μας. Είχαμε πλέον κατοχή…»
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός