Η έξοδος του πλοίου «Άρης» από το Ναβαρίνο αποτελεί ένα από τα ηρωικότερα και πιο συγκινητικά περιστατικά του ναυτικού αγώνα κατά την ελληνική επανάσταση του 1821.
Ο Ιμπραήμ μετά την κατάληψη της Μεθώνης δεν εννοούσε να προχωρήσει στο εσωτερικό της Πελοποννήσου αν δεν ξεκαθάριζε τις εχθρικές εστίες του Παλαιοκάστρου, του Νεοκάστρου και της Σφακτηρίας. Η κατάληψη του νησιού και η πτώση των δύο κάστρων θα του εξασφάλιζε την αδιαφιλονίκητη κατοχή της Μεσσηνίας που θα γινόταν η βάση του για την εξόρμησή του προς το κέντρο της Πελοποννήσου.
Έτσι, στις 26 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, του 1825, τουρκοαιγυπτιακή αρμάδα, εισέπλευσε στο Ναβαρίνο για να ενισχύσει την πολιορκία της Σφακτηρίας και του Νεοκάστρου, τα οποία υπεράσπιζαν μικρές δυνάμεις επαναστατημένων Ελλήνων. Οι ώρες που ακολούθησαν ήταν δύσκολες για τους αγωνιστές του νησιού, αλλά και για τα 8 ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στο λιμάνι, καθώς διέτρεχαν τον κίνδυνο του αποκλεισμού.
Τo τελευταίo καράβι που διέσπασε τον εχθρικό κλοιό ήταν ο «Άρης» που περίμενε μάταια τον κυβερνήτη του, Αναστάσιο Τσαμαδό, ο οποίος είχε πέσει μαχόμενος κατά την πολιορκία της νήσου Σφακτηρίας.
Με τον «Άρη» κατάφεραν να διαφύγουν με πολύ κόπο και ο Α. Μαυροκορδάτος και μερικοί άλλοι υπερασπιστές του νησιού. Τη διοίκηση του πλοίου ανέλαβε ο Ν. Βότσης και μαζί με τον Δ. Σαχτούρη ξεκίνησαν για τον δύσκολο απόπλου, καθώς την έξοδο για την ανοιχτή θάλασσα από την κεντρική είσοδο του κόλπου είχαν κλείσει τρεις φρεγάτες. Οι ναύτες του ελληνικού πλοίου έφεραν την εικόνα της Παναγίας στο κατάστρωμα και μία άγρια μάχη ξέσπασε.
Ο «Άρης» έβαλε πλώρη για τη μοναδική ανοιχτή δίοδο, το στενό άνοιγμα ανάμεσα στη Σφακτηρία και τον βράχο Tsichli-Baba. Επρόκειτο να επιτελέσει έναν ελιγμό που απαιτούσε εξαιρετική ναυτική δεινότητα.
Ο «Άρης», ωστόσο, κατάφερε να βγει στην ανοιχτή θάλασσα και με τα 16 μικρά κανόνια του, που δεν σταμάτησαν να βάλλουν, προκάλεσε σοβαρές ζημιές στον εχθρό. Κατά την έξοδό του βύθισε ένα μπρίκι, έκαψε μία γολέττα και έθεσε εκτός μάχης πέντε μπρίκια.
Ύστερα από τη σκληρή μάχη, που διήρκεσε πέντε ώρες, τα πανιά του μικρού πλοίου κουρελιάστηκαν. Με 2 νεκρούς και 7 τραυματίες κατέπλευσε στην Καλαμάτα.
Ο «Άρης» χάρη στην ηρωική τόλμη του κυβερνήτη και του πληρώματος που αψήφισαν τον κίνδυνο, έγραψε μια ακόμα λαμπρή σελίδα στην ιστορία της δράσης του ελληνικού ναυτικού.
Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, που παρακολουθούσε τη ναυμαχία από το φρούριο του Νεοκάστρου, έγραψε στα απομνημονεύματά του:
«Σώθηκαν με μεγάλο κίνδυνο κι απερίγραπτη γενναιότητα αυτείνοι οι άνθρωποι του καραβιού. Άλλο είναι να το [β]λέπει άνθρωπος και άλλο να το λέγει. Σώθηκαν με την βοήθεια του Θεού, δίνοντάς τους ανδρεία πολλή».
Μετά την απελευθέρωση το πλοίο αγοράσθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, εντάχθηκε στον πολεμικό στόλο και μετονομάσθηκε σε «Αθηνά». Το 1879 μετονομάσθηκε πάλι σε «Άρης». Χρησιμοποιήθηκε ως Σχολή Δοκίμων. Διατηρήθηκε μέχρι το 1921, οπότε λόγω οικονομικής αδυναμίας συντηρήσεώς του, αποφασίσθηκε η «τιμητική» βύθισή του.
Αρχική φωτογραφία: Ελαιογραφία «Η έξοδος του Άρη» του Κωνσταντίνου Βολανάκη, Πηγή: Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος