Ο 32χρονος εθνολόγος Κλάους Φίντριχ Κώχ ξεκίνησε το 1970 την τολμηρή περιήγησή του σε άγνωστες περιοχές της Νέας Γουινέας για περίπου δύο χρόνια. Είχε μαζί του μόνο μια φωτογραφική μηχανή και λίγες αποσκευές. Ήταν ο πρώτος λευκός άνθρωπος που έζησε ανάμεσα στους Γιάλε, μια άγρια φυλή των Παπούα.
Παρακολούθησε τα ήθη και τα έθιμά, έμαθε τη γλώσσα και προσπάθησε να μελετήσει το τρόπο ζωής τους.
Το μόνο που δεν ήξερε ήταν ότι οι Γιάλε ήταν ανθρωποφάγοι. Ίσως θα έπρεπε να το υποψιαστεί, καθώς αρκετοί ιεραποστόλοι, εθνολόγοι και γεωγράφοι, που επισκέφθηκαν πριν από αυτόν τη Γουινέα υπήρξαν θύματα των αποκαλούμενων κεφαλοκυνηγών.
Η ιεροτελεστία των ανθρωποφάγων
Σύμφωνα με τα έθιμα της φυλής, το άψυχο σώμα του νεκρού αντιπάλου έπρεπε να φαγωθεί και να καταλήξει στα στομάχια της οικογένειας του νικητή.
Πριν από το «γεύμα» όμως, υπήρχε συγκεκριμένη ιεροτελεστία.
Πρώτα, τοποθετούσαν στα μάτια και το στόμα του νεκρού κόκαλα νυχτερίδας, ώστε να εγκλωβιστεί το πνεύμα του και να μη μπορεί να δραπετεύσει.
Στη συνέχεια, το σώμα τοποθετούταν σε οριζόντια θέση και τότε άρχιζε ο διαμελισμός του.
Με προσεκτικές κινήσεις, οι λεγόμενοι «νεκροκόφτες» των Γιάλε αποσάρκωναν το λείψανο και έψηναν το κρέας.
Η οικογένεια του νικητή ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια του ψησίματος και ύστερα όλα τα μέλη της μοιράζονταν το κρέας.
Σε αυτή την τελετή που σκοπό είχε την εκδίκηση, ένας «ιερέας» εμφανιζόταν και απήγγειλε τα λόγια: «στην καρδιά μας κατοικεί ο ίσκιος και η μνήμη του αδερφού, συντρίμμια μας δίνει στη καρδιά, αλλά όταν φάμε ανθρώπου κρέας, ποτίζεται η καρδιά με δροσερό νερό και ξαναβρίσκει τη δύναμή της».
Σύμφωνα με τους Γιάλε, η κατανάλωση του ανθρώπινου κρέατος πήγαζε από τη θρησκεία τους και επιδείκνυε τις υπερφυσικές ιδιότητες του.
Όσο για τη γεύση του, ο Γερμανός εθνολόγος σημείωσε ότι, όπως του έλεγαν «ήταν πολύ νόστιμο και πιο εύγευστο και από το πολύτιμο χοιρινό».
Στα δύο χρόνια που ο Γερμανός επιστήμονας έζησε στη Νέα Γουινέα, ανακάλυψε ότι επρόκειτο για ένα πολιτισμό, με ασυνήθιστες κοινωνικές εκδηλώσεις.
Οι άνθρωποι ήταν μελαχρινοί, γεροδεμένοι, αλλά μικροκαμωμένοι, αφού το ύψος τους δεν ξεπερνούσε το 1,50 μέτρο.
Όσον αφορά στην ενδυμασία, αποτελούταν κυρίως από εύκαμπτα κοτσάνια αναρριχητικών φυτών.
Ως αξεσουάρ φορούσαν στολίδια από αχιβάδες και καλάμια μπαμπού.
Οι Γιάλε ασχολούνταν με τη γεωργία, ενώ λάτρευαν τις γλυκοπατάτες και το χοιρινό κρέας που το θεωρούσαν πολύτιμη τροφή.
Το κρέας εκτός του ότι το προσέφεραν σε γιορτές και σε γάμους, υπήρξε μέχρι και αιτία πολέμου με άλλες φυλές.
Ο καννιβαλισμός των Γιάλε, σύμφωνα με τον Κώχ, δεν έπρεπε να αντιμετωπιστεί με κοινωνιολογικά και ηθικά μέτρα του τεχνολογικού πολιτισμού, αλλά να μελετηθεί σαν έκφραση αρχέγονης λατρείας και τμήμα μιας προϊστορικής κουλτούρας.
Εξάλλου, στο παρελθόν, πολλοί λαοί, όπως οι Ιρλανδοί, συνήθιζαν τη νεκροφαγία και τη θεωρούσαν τιμητική πράξη.
Ειδικά, όταν έτρωγαν τους πεθαμένους γονείς τους.