Κλόνταϊκ, 1898
Στις 16 Αυγούστου του 1896, ο Τζορτζ Κάρμαρκ, η Ινδιάνα γυναίκα του και ο αδερφός της, βρήκαν χρυσό στις όχθες του ποταμού Κλόνταϊκ, στην περιοχή Γιούκον του Καναδά.
Αμέσως έσπευσαν να δηλώσουν την ανακάλυψη, με αποτέλεσμα τα νέα να κάνουν τον γύρο της περιοχής.
Μέχρι το τέλος του μήνα, εκατοντάδες χρυσοθήρες άρχισαν να καταφτάνουν στο Γιούκον, πεπεισμένοι ότι εκεί θα άλλαζε η ζωή τους.
Αυτό που βρήκαν εκεί όμως, δεν ήταν πλούτη, αλλά μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές της γης.
Οι θερμοκρασίες έφταναν τους 20 βαθμούς υπό το μηδέν, πάγος κάλυπτε το έδαφος και απόκρημνα βουνά δυσχεραίναν την πορεία των χρυσοθήρων.
Υπολογίζεται ότι 100 χιλιάδες άνθρωποι ξεκίνησαν για τον ποταμό Κλόνταϊκ, αλλά λιγότεροι από 30 χιλιάδες κατάφεραν να φτάσουν.
Δύο ήταν οι συνηθέστερες διαδρομές για το Κλόνταϊκ.
Οι πλούσιοι μπορούσαν να δώσουν ακόμα και 100 δολάρια και να κλείσουν μία καμπίνα στα ποταμόπλοια που ξεκινούσαν απ’ το Σιάτλ και έφταναν μέχρι το Κλόνταϊκ.
Τα 100 δολάρια του 1897 αντιστοιχούν σήμερα σε 2.700 δολάρια, αλλά σε ένα κόσμο με λιγότερες ευκαιρίες και χαμηλή κατανάλωση. Ήταν ένα τεράστιο ποσό που ελάχιστοι μπορούσαν να διαθέσουν.
Γι’ αυτό και οι περισσότεροι επέλεγαν τον φθηνότερο δρόμο μέσα από το πέρασμα του Τσίλκουτ.
Έπρεπε να διασχίσουν 48 χιλιόμετρα μέσα στο χιόνι, σκαρφαλώνοντας σε μια πλαγιά που ξεπερνούσε τα 1000 μέτρα σε υψόμετρο.
Μετά το πέρασμα, δεν υπήρχε πολιτισμός, μόνο απέραντες παγωμένες εκτάσεις, γι’ αυτό κάθε χρυσοθήρας έπρεπε να φέρει μαζί του ό,τι υλικά, εργαλεία και τρόφιμα θα χρειαζόταν για την επιβίωσή του.
Κουβαλούσαν αλεύρι, αποξηραμένα φρούτα, μπέικον, φασόλια, καφέ, φτυάρια, μαχαίρια, κατσαρόλες, μάλλινα ρούχα, καρφιά, τσεκούρια, σχοινιά.
Το βάρος των αποσκευών ήταν πολλά κιλά.
Οι χρυσοθήρες δεν μπορούσαν να τα κουβαλήσουν όλα μαζί, γι’ αυτό αναγκάζονταν να διασχίσουν το πέρασμα του Τσίλκουτ ξανά και ξανά, μέχρι να μεταφέρουν όλα τους τα υπάρχοντα.
Όμως η διαδρομή δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Εκτός από το εξαντλητικό σκαρφάλωμα σε αυτοσχέδια σκαλιά που είχαν σκαλίσει οι ίδιοι οι διαβάτες στον πάγο, έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Χιονοστιβάδες, χιονοθύελλες και άγρια ζώα παραμόνευαν.
Όταν επιτέλους περνούσαν στην άλλη πλευρά, ξεκινούσε η πραγματική δουλειά.
Ορισμένοι έψαχναν για χρυσό στις όχθες του ποταμού Κλόνταϊκ, αλλά οι περισσότεροι αποφάσιζαν να σκάψουν στο παγωμένο έδαφος, μία διαδικασία που έπαιρνε βδομάδες, καθώς έπρεπε πρώτα να ανάψουν φωτιές, για να λιώσουν τον πάγο.
Πολύ σύντομα, κάθε είδους τυχοδιώκτες ακολούθησαν τους χρυσοθήρες στο Γιούκον και απ’ το πουθενά, δημιουργήθηκε μία από τις πιο δραστήριες πόλεις της εποχής, το Ντόσον.
Ήταν ένας μικρός οικισμός πριν την άφιξη των χρυσοθήρων, αλλά μέσα σε δύο χρόνια ο πληθυσμός είχε ξεπεράσει τους 40 χιλιάδες.
Εκτός από τα καταστήματα που πουλούσαν είδη πρώτης ανάγκης, είχαν ανοίξει δεκάδες καζίνο, οίκοι ανοχής και σαλούν. Οι χρυσοθήρες σπαταλούσαν χιλιάδες δολάρια κάθε μέρα για διασκέδαση, χωρίς να τους ενδιαφέρει η αποταμίευση. Οι περισσότεροι ήταν σκληροί άνθρωποι που μεγάλωσαν μέσα στη φτώχεια και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να επιδείξουν τα πλούτη τους.
Αναπόφευκτα, εκατοντάδες απατεώνες περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να ξεγελάσουν τους πιο αθώους και να τους κλέψουν. Στο Ντόσον του 1897, δεν υπήρχε νόμος ούτε δικαιοσύνη.
Επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας και όλοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επιβιώσουν.
Ο «πυρετός του χρυσού» κράτησε μέχρι και το 1899.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ανακαλύφθηκε χρυσός στην Αλάσκα και οι χρυσοθήρες άρχισαν να εγκαταλείπουν το Γιούκον. Όπως η περιοχή γέμισε κόσμο, έτσι απλά ερήμωσε.