Στη φωτογραφία του 1934 ο νέος άνδρας είναι 25 ετών. Ποζάρει στο φακό φορώντας το σακάκι με τα μεγάλα πέτα, το παπιγιόν της εποχής και το άσπρο μαντηλάκι στη αριστερή τσέπη.
Αν και φαίνεται υγιής, μόλις λίγα χρόνια πριν, κινδύνεψε να πεθάνει λόγω της φυματίωσης. Το 1927 εισήχθη στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου παρέμεινε για τρία χρόνια.
Στις αίθουσες του νοσοκομείου ήρθε σε επαφή με αριστερούς και συνδικαλιστές.
Ανάμεσα στα άτομα που γνώρισε ήταν και η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, που νοσηλευόταν εκεί ως «φθισικιά».
«Υπήρχε μια μεγάλη αίθουσα υποδοχής με το μοναδικό πιάνο με ουρά στη «Σωτηρία». Τ’ απόγευμα, πήγαινα εκεί και έπαιζα, αναζητώντας κάποια παρηγοριά στη μουσική.
Ακούγοντας το πιάνο η Πολυδούρη κατέβαινε από το δωμάτιό της και έτσι γνωριστήκαμε», έλεγε χρόνια αργότερα.
Μετά τον τρίτο χρόνο στο νοσοκομείο, δεν είχε πλέον λεφτά για την παραμονή και έτσι εστάλη στο Άσυλο Φυματικών Καψαλώνας.
Όταν έγινε καλά, εργάστηκε ως χορευτής και ηθοποιός σε ένα θέατρο στην Κυψέλη, όπου εμφανιζόταν και η θρυλική Ζωζώ Νταλμάς.
Όλα αυτά τα χρόνια στην Αθήνα, αλλά και στη Μονεμβασία που γεννήθηκε, έγραφε μανιωδώς ποιήματα.
Το 1934 τα ποιήματά του υπό τον τίτλο «Τρακτέρ», έκαναν αίσθηση στον πνευματικό κόσμο της χώρας.
Την επόμενη χρονιά έγραψε και εξέδωσε τις «Πυραμίδες», κάνοντας ποιητές, λογοτέχνες και φυσικά τον Τύπο, να μιλήσουν για αυτόν με τα καλύτερα λόγια.
«Μπροστά μου τώρα έχω τις Πυραμίδες του. Είνε ένας νέος με λυγισμένη, μου φαίνεται υγεία, ένας νέος που τη νύχτα παίζει στις επιθεωρήσεις των θεάτρων, ένας κορίστας που αναγκάζεται να χαροπαλεύει και να πνίγεται ανάμεσα στο πλήθος, για να κερδίση με αίμα το μαύρο ψωμί της ημέρας», έγραφε για αυτόν στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», ο Μιχ. Ροδάς.
Με πολύ κολακευτικά λόγια μιλούσε για αυτόν και ο ποιητής Κωστής Παλαμάς.
«Είνε ένας νέος ποιητής που θα φτάνη, υποθέτω, το βάρος της γεροντικής μου επιβολής το ύψος της ποιητικής του χάριτος που τον ανέβασε η νεανική του έμπνευση. Γνώρισα τις Πυραμίδες του, το Μνημόσυνο της αδερφούλας του, την Εαρινή Συμφωνία του, το Σωκράτη και τον Αλκιβιάδη, θαύμασα και κήρυξα την πρωτοφανή του δεξιοσύνη, ακούραστο στο στίχο και τη μεγαλωσύνη του στην ποίηση», όπως ανέφερε σε άρθρο του το 1938.
Τα χρόνια που ακολούθησαν, ο νέος ποιητής της φωτογραφίας δικαίωσε όσους πίστεψαν σε αυτόν και κυριολεκτικά μεγαλούργησε εντός και εκτός Ελλάδας.
Το όνομά του ήταν Γιάννης Ρίτσος.