Ήταν ο μικρότερος από τρία αδέρφια.
Οι γονείς του ήταν αυστηροί, καθολικοί, αλλά είχαν ένα πολύ στενό δεσμό με τα παιδιά τους.
Ορισμένοι μπορεί να τον χαρακτήριζαν και «αρρωστημένο», σύμφωνα με μερικούς βιογράφους του.
Κάθε βράδυ, έπρεπε να στέκεται μπροστά στο κρεβάτι της μητέρας του και να τις διηγείται ό,τι του συνέβη κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Αυτό το αποκαλούσαν «βραδινή εξομολόγηση» και ο εικονιζόμενος συνέχισε τις εξομολογήσεις και ως ενήλικας.
Τον γοήτευαν τα εγκλήματα και λάτρευε να παρακολουθεί δίκες.
Επισκεπτόταν συχνά το Μουσείο της Σκότλαντ Γιαρντ, αλλά δεν έγινε αστυνομικός, επειδή από μικρός είχε αναπτύξει φοβία για τους ένστολους.
Μετά από μια σκανταλιά, τον είχε στείλει ο πατέρας του στο αστυνομικό τμήμα με ένα γράμμα.
Ο αστυνομικός που τον υποδέχτηκε, διάβασε το γράμμα, τον οδήγησε σε ένα κελί και τον κλείδωσε μέσα.
«Έτσι κάνουμε στα άτακτα παιδιά», του είπε και τον άφησε μέσα για ώρες.
Σπούδασε στην Καλών Τεχνών και για κάποια χρόνια, εργάστηκε ως σκηνογράφος σε στούντιο του Λονδίνου.
Το 1925 ασχολήθηκε για πρώτη φορά με τη σκηνοθεσία και δύο χρόνια αργότερα, ήρθε η πρώτη του επιτυχία.
Ο τίτλος της ταινίας ήταν «Ο Ένοικος» κι ήταν ένα θρίλερ με θέμα τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, εμπνευσμένο από το πάθος του μυστήριο και εγκλήματα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, αναδείχτηκε ως ο κορυφαίος σκηνοθέτης της Μεγάλης Βρετανίας.
Είχε πολύ χαρακτηριστικό στυλ και ονομάστηκε ο «μετρ» των θρίλερ και της αγωνίας.
Κατηγορήθηκε για μισογυνισμό, επειδή στις ταινίες του, οι «ψυχρές ξανθιές» γυναίκες πάντα τιμωρούνταν.
Αν και έμεινε πιστός στην σύζυγό του, ήταν γνωστό ότι προσπαθούσε να προσεγγίσει ερωτικά τις πρωταγωνίστριές του και θύμωνε, όταν τον απέρριπταν.
Παρ’ όλα αυτά όμως, τα έργα που δημιούργησε άφησαν ιστορία και η αξία του είναι αδιαμφισβήτη.
Ο εικονιζόμενος είναι ο σκηνοθέτης Άλφρεντ Χίτσκοκ.