Γεννήθηκε στο Τέξας, όπως μαρτυρά και το καουμπόικο καπέλο του.
Μεγαλώνοντας περνούσε όλο του τον ελεύθερο χρόνο στη φύση.
Πάντα ξυπόλητος, έτρεχε στο γρασίδι, έκανε βόλτες με το ποδήλατο, έχτιζε δενδρόσπιτα.
Δεν έβλεπε ποτέ τηλεόραση και με δυσκολία επέστρεφε στο δωμάτιό του το βράδυ.
Αυτή η ασίγαστη ενέργεια τον ακολούθησε και στο σχολείο, όπου διακρίθηκε στα αθλήματα.
Ήταν ένας από τους καλύτερους παίχτες του φούτμπολ, στοιχείο που είχε κληρονομήσει απ’ τον πατέρα του, ο οποίος είχε παίξει για ένα διάστημα με την ομάδα Green Bay Packers.
Στα μαθήματα ήταν μέτριος. Ωστόσο, ήταν ένα από τα δημοφιλέστερα πρόσωπα του σχολείου.
Τον τελευταίο χρόνο, πήρε τον τίτλο του «Βασιλιά», δηλαδή του πιο όμορφου μαθητή. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε.
Δύο βδομάδες μετά την αποφοίτησή του, έφυγε για την Αυστραλία.
Έμεινε εκεί για ένα χρόνο, κάνοντας 11 διαφορετικές δουλειές και μένοντας, ανά περιόδους, με τέσσερις διαφορετικές οικογένειες.
Όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του, ήταν η εμπειρία που άλλαξε τη ζωή του.
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, αποφάσισε να γίνει δικηγόρος και για λίγο αφιερώθηκε στις σπουδές του στη Νομική Σχολή.
Στο τρίτο έτος αποφάσισε να αλλάξει πορεία.
Δεν ήθελε πια να γίνει δικηγόρος και μετά από μια συζήτησε με ένα φίλο του που σπούδαζε σκηνοθεσία, κατέληξε ότι το μέλλον του βρισκόταν στον κινηματογράφο.
Θα γινόταν σκηνοθέτης.
Όλα άλλαξαν όμως όταν συνάντησε σε ένα μπαρ τον υπεύθυνο για την επιλογή των ηθοποιών στην εφηβική ταινία «Νεανικά Μπερδέματα», του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.
Ο εικονιζόμενος τον υπερασπίστηκε όταν ο μπάρμαν τους έδιωξε επειδή έκαναν φασαρία.
Για να του το ανταποδώσει, του έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία.
Ο ρόλος έγινε μεγαλύτερος όταν αποδείχτηκε πως ο νεαρός ηθοποιός ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος.
Η ταινία έγινε μεγάλη επιτυχία και ο νεαρός αποφάσισε να μην πάει κόντρα στη μοίρα του που τον προόριζε για ηθοποιό. Άλλωστε μετά αν ήθελε θα μπορούσε να γίνει και σκηνοθέτης.
Ξεκίνησε με πολλά υποσχόμενες ταινίες όπως «Η Ετυμηγορία» του Τζολ Σουμάχερ και το «Άμισταντ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Σταδιακά όμως, οι ρόλοι που του προσφέρονταν άρχισαν να γίνονται όλο και πιο «ανάλαφροι».
Μέσα σε λίγα χρόνια, το όνομά του είχε γίνει συνώνυμο με ρομαντικές κομεντί, κάτι που του εξασφάλιζε σίγουρα εμπορική επιτυχία, αλλά δεν ικανοποιούσε τη φιλοδοξία του για ποιοτικές ταινίες.
Το ταλέντο του αμφισβητήθηκε καθώς οι ρόλοι του ήταν αδιάφοροι και δεν απαιτούσαν ιδιαίτερες υποκριτικές ικανότητες. Ωστόσο, κατάφερε να πείσει για τις ικανότητές του και να αλλάξει την εικόνα του, με την εκπληκτική του ερμηνεία στην ταινία «Dallas Buyers Club» για την οποία και κέρδισε το Όσκαρ Α’ Αντρικού Ρόλου. Ο εικονιζόμενος είναι ο Μάθιου Μακόναχι.