“Από παρελθούσης Τρίτης κωμόπολις Δομενίκου δεν υπάρχει»
Με αυτή τη λιτή και περιεκτική πρόταση ξεκινούσε το τηλεγράφημα του διευθυντή υποδιοικήσεως Ελασσόνας Νίκου Μπάμπαλη, μετά τη σφαγή στο Δομένικο.
Στη συνέχεια περιέγραφε συνοπτικά τα γεγονότα της 16ης – 17ης Φεβρουαρίου του 1943, που στοίχισαν τη ζωή σε 194 αθώους κατοίκους.
Η τραγωδία ξεκίνησε λίγες ημέρες νωρίτερα, όταν στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ της Οξιάς έφτασε η πληροφορία ότι τα ιταλικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Ολύμπου.
Για να προλάβουν τους Ιταλούς οι αντάρτες έστησαν ενέδρα στον δρόμο ανάμεσα στο Δομένικο και τη Μυλόγουστα και όταν γύρω στις 10 το πρωί, μια φάλαγγα με έξι αυτοκίνητα και δύο μοτοσυκλέτες επιχείρησε να περάσει, άνοιξαν πυρ.
Ο ένας μοτοσικλετιστής σκοτώθηκε επί τόπου και ο άλλος διέφυγε και προφανώς ζήτησε ενισχύσεις, καθώς μετά από λίγο, ιταλικά αεροπλάνα που εκτελούσαν χαμηλές πτήσεις, άρχισαν να βομβαρδίζουν τους αντάρτες.
Οι άντρες του ΕΛΑΣ για να γλιτώσουν σκόρπισαν στα ορεινά της περιοχής που γνώριζαν καλά και βγήκαν σχεδόν αλώβητοι από τη μάχη, αφού μέτρησαν μόνο δύο τραυματίες.
Οι Ιταλοί όμως είχαν χάσει 9 άντρες και αποφάσισαν να εκδικηθούν τον άμαχο πληθυσμό.
Η φωτιά
Μετά τον αιφνιδιασμό, οι Ιταλοί ενισχυμένοι, κύκλωσαν το χωριό Δομένικο και άρχισε η σφαγή.
Οι στρατιώτες που ήταν χωρισμένοι σε τρεις φάλαγγες, εκτελούσαν όποιον συναντούσαν στο πέρασμά τους.
Όταν έφτασαν στην κατοικημένη περιοχή έβαλαν φωτιά στο σπίτι του Γιάννη Καραγιάννη.
Εκτελώντας εντολές του διοικητή Μπενέλι, οι Ιταλοί άρπαξαν ό,τι υπήρχε στις αποθήκες τροφίμων του χωριού και έδωσαν εντολή στους κατοίκους να συγκεντρωθούν στην πλατεία.
Μέσα σε λίγη ώρα η φωτιά επεκτάθηκε και το Δομένικο καιγόταν από άκρη σε άκρη.
Δύο άρρωστες γυναίκες που δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν από τα σπίτια τους, εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Η προδοσία από τον πρόεδρο του χωριού
Την περίοδο εκείνη, πρόεδρος του χωριού ήταν ο διορισμένος από τη Λεγεώνα, Νίκος Χώτος.
Όταν οι Ιταλοί διέταξαν τη συγκέντρωση των κατοίκων στην πλατεία, ο πρόεδρος τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα τους πείραζε κανείς.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι οι Ιταλοί ξεκίνησαν τον «διαχωρισμό».
Οι γυναίκες και τα παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα και έλαβαν εντολή να κατευθυνθούν προς το χωριό Αμούρι.
Οι ηλικιωμένοι απελευθερώθηκαν, αλλά οι άντρες από 14 ετών στήθηκαν στη γραμμή.
Οι Ιταλοί είχαν στα χέρια τους μια ονομαστική κατάσταση που τους είχε παραδώσει ο δωσίλογος πρόεδρος Χώτος.
Μάλιστα, με δικές του εντολές οι στρατιώτες ξεχώρισαν δύο αδέλφια , τον Γεώργιο και τον Βαγγέλη Ζάγκα και άρχισαν τη σφαγή.
Εκτέλεσαν τον πρώτο κόβοντας του την καρωτίδα με στιλέτο και τον δεύτερο με τουφέκι.
Τους εκτέλεσαν όλους και έκαψαν ζωντανό τον ιερά
Μετά την εκτέλεση των αδελφών Ζάγκα, εκτέλεσαν επί τόπου, άλλα 20 άτομα.
Τους υπόλοιπους άντρες τους οδήγησαν στη θέση Καυκάκι, λέγοντάς τους ότι θα τους οδηγούσαν στη Λάρισα για ανάκριση.
Στη διαδρομή σκότωσαν αρκετούς αιχμαλώτους, αλλά και περαστικούς που έκαναν αγροτικές εργασίες και δεν γνώριζαν τι συνέβαινεενώ έκαψαν αρκετά σπίτια.
Στις 10.30 το βράδυ ο διοικητής Μπενέλι έδωσε εντολή να εκτελεστούν όλοι.
Οι στρατιώτες χώρισαν τους άντρες σε εφτάδες και άρχισαν να τους τουφεκίζουν.
Όσοι δεν έπεσαν αμέσως νεκροί, δέχτηκαν τη χαριστική βολή.
Μέσα σε λίγη ώρα εκτελέστηκαν 135 άντρες.
Τον πιο τραγικό θάνατο βρήκε ο ιερέας του χωριού ο παπα- Δημήτρης, ο οποίος προσπαθούσε να πείσει τους Ιταλούς ότι οι αιχμάλωτοι ήταν άμαχοι και αθώοι.
Κάποια στιγμή τον άρπαξε ένας Ιταλός και άρχισε να του ξεριζώνει τη γενειάδα.
Στη συνέχεια του έβαλε φωτιά και την ώρα που ο ιερέας καιγόταν ζωντανός φώναζε κοροϊδευτικά «Ρήγκα Φεραίο- Ρήγκα Φεραίο».
Ο αδίστακτος Ιταλός, αποτελείωσε τον παπά με το πολυβόλο του.
Από την ομαδική εκτέλεση σώθηκαν 6 άτομα.
Ο ένας πήδηξε στα πουρνάρια και εξαφανίστηκε και οι άλλοι πέντε «θάφτηκαν» κάτω από τα άψυχα σώματα των συμπατριωτών τους και οι Ιταλοί τους πέρασαν για νεκρούς.
Όταν ολοκλήρωσαν τη σφαγή, οι στρατιώτες έφυγαν προς τον Τύρναβο και στο δρόμο συνέχισαν να πυροβολούν όποιον συναντούσαν.
Ο συνολικός απολογισμός ήταν 194 άμαχοι νεκροί και εκατοντάδες καμένα σπίτια.
Ο Νικόλας Μπάμπαλης που διαμαρτυρήθηκε αμέσως στο Ιταλικό Φρουραρχείο με τα τηλεγραφήματά του για τις πράξεις των Ιταλών, συνελήφθη και οδηγήθηκε ως όμηρος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Το Δομένικο είναι χαρακτηρισμένο «μαρτυρικό χωριό» και οι κάτοικοι του, ακόμα και σήμερα προσπαθούν κατά καιρούς να διεκδικήσουν την τιμωρία των Ιταλών για το έγκλημα.