Τρίτη 14 Αυγούστου και ώρα 04.45. Οι Τούρκοι εξαπολύουν την επιχείρηση Ατίλλας ΙΙ προκειμένου να κάμψουν την απρόσμενη αντίσταση που συνάντησαν από τις ελληνοκυπριακές και ελλαδικές δυνάμεις. Ο Τάσος Μάρκου, διοικητής του 305 Τάγματος Επιστρατεύσεων, ανέλαβε με τα πενιχρά μέσα και τους λιγοστούς άνδρες που είχε στη διάθεση του, την υπεράσπιση της αμυντικής γραμμής Μιας Μηλιάς. Με την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής η περιοχή ευθύνης του δέχθηκε τον κύριο όγκο της τουρκικής επίθεσης, κατά την προέλαση προς την Αμμόχωστο.
Μετά τη διάσπαση του μετώπου, για τελευταία φορά θεάθηκε τραυματισμένος στο αριστερό χέρι, στην περιοχή μεταξύ Μιας Μηλιάς Κουτσοβέντη Κυθρέας. Προηγουμένως είχε φροντίσει να διώξει και να σώσει από βέβαιο θάνατο τους στρατιώτες που ήταν στο πλευρό του. Προήχθη μετά θάνατο στο βαθμό του υποστράτηγου.
Σε πρώτη φάση τα τουρκικά αεροσκάφη έπληξαν στόχους, κυρίως στη Λευκωσία και τη γύρω περιοχή όπως το ΓΕΕΦ (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς), το Αρχηγείο Αστυνομίας, το ΡΙΚ και τον Διεθνή Αερολιμένα Λευκωσίας. Με ιδιαίτερη σφοδρότητα προσβλήθηκαν οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς μεταξύ του προαστίου της Λευκωσίας Καϊμακλί και του χωριού Μια Μηλιά.
Οι Τούρκοι αποκάλυψαν έτσι το σημείο όπου θα εκδήλωναν την κύρια ενέργειά τους. Το ΓΕΕΦ είχε προβλέψει την παραπάνω κατεύθυνση, είχε δε προβεί από ημερών σε στρώση ναρκοπεδίων, διάνοιξη αντιαρματικής τάφρου και άλλα οχυρωματικά έργα.
Εκεί το 399 Τάγμα της Εθνικής Φρουράς ήταν το πλέον προωθημένο. Καθώς θα ήταν το πρώτο που θα επωμιζόταν το βάρος της τουρκικής επίθεσης, ενισχύθηκε με τεθωρακισμένα οχήματα BTR-152 και Marmon-Herrington, 12 αντιαρματικά πυροβόλα και σοβιετικούς αντιαρματικούς εκτοξευτήρες βλημάτων. Πίσω από το 399 Τάγμα Πεζικού τάχθηκαν τρεις μοίρες πυροβολικού και τα υπόλοιπα τάγματα, όπως προέβλεπε το σχέδιο άμυνας.
Αμέσως μετά τις αεροπορικές προσβολές, όλες οι θέσεις της Εθνικής Φρουράς εντός και ανατολικά Λευκωσίας δέχθηκαν καταιγιστικό πυρ από όλμους και από το τουρκικό πυροβολικό.
Η πρώτη επίθεση των Τούρκων ξεκίνησε στις 07.00.
Οι δυνάμεις τους εξόρμησαν από το χωριό Χαμίτ Μάντρες. Προπορεύονταν άρματα μάχης Μ-47 και Μ-48, ενώ έπονταν τάγματα πεζικού. Η πρώτη αυτή επίθεση αποκρούσθηκε, ακολούθησε όμως άλλη. Οι Τούρκοι διέθεσαν στον συγκεκριμένο τομέα 60 περίπου άρματα. Τα πρώτα από αυτά διαπέρασαν αλώβητα τα ναρκοπέδια της Εθνικής Φρουράς, γεγονός που κατέδειξε ότι γνώριζαν τα σημεία ναρκοθέτησης.
Στις 10.00 η πίεση των επιτιθέμενων κατέστη αφόρητη και μετά από λίγο το 399 Τάγμα υποχώρησε. Στην ίδια περιοχή αμύνθηκε κυπριακή δύναμη 200 περίπου ανδρών, υπό τον Κύπριο ταγματάρχη Τάσο Μάρκου. Ο αξιωματικός αυτός προσπάθησε να συγκρατήσει τη γραμμή άμυνας που είχε ήδη διασπαστεί, αρνούμενος να υποχωρήσει.
Ο τότε λοχαγός Αντρέας Στυλιανίδης, ο οποίος την περίοδο του Αυγούστου του 1974 συνεργάστηκε με τον ταγματάρχη Τάσο Μάρκου και τελούσε υπό τις διαταγές του, σε συνέντευξη του στον Βάσο Βασιλείου θυμάται:
«Οι Τούρκοι βρέθηκαν πίσω μας. Γύρω στις 6-7 π.μ., επειδή ήμουν σε ύψωμα, είδα τα άρματα και μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε επαφή με τον Τάσο μέσω τηλεφώνου. Του είπα “ρε Τάσο, έρχονται πίσω μας άρματα”. Ο Τάσος δεν τα είχε δει επειδή μπροστά του υπήρχε μικρό φράγμα με νερό και βρισκόταν χαμηλά. Ο Τάσος ρώτησε: “Πού βρέθηκαν ρε τα άρματα;”. Του είπα ότι ήταν πίσω μας. Ο Τάσος με ρώτησε αν μπορούσα να κάνω αντεπίθεση για να ανακαταλάβω το φυλάκιο που κατέλαβαν προηγουμένως οι Τούρκοι. Του εξήγησα την κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή μου και μου είπε “άσε, θα δω τι θα κάνω”. Ήταν η τελευταία φορά που επικοινώνησα μαζί του…
Εν πάση περιπτώσει, προέλαυναν τα άρματα. Παράλληλα, οι Τούρκοι διενήργησαν επίθεση με πεζικό και κατέλαβαν ένα ύψωμα όπου, αν δεν με απατά η μνήμη μου βρισκόταν το φυλάκιο “9”. Ενώ μιλούσα με τον Τάσο διακόπηκε η επικοινωνία. Από τους όλμους το πυροβολικό και την αεροπορία και τις εκρήξεις του καπνούς της μάχης δεν βλέπαμε πέραν των δέκα μέτρων. Φαίνεται ότι η γραμμή αχρηστεύτηκε από κάποιο βλήμα. Ο Τάσος βρισκόταν σε απόσταση περίπου 200 μέτρων»…
«Πιστεύω ότι εκεί έπεσε ο Τάσος. Με τον Τάσο βρίσκονταν περίπου δέκα άτομα που αποτελούσαν το επιτελείο του. Τα άρματα ακολουθούσε πεζικό το οποίο κατέλαβε και το ύψωμα στο οποίο αναφερθήκαμε. Ίσως ο Τάσος διενήργησε αντεπίθεση για να καταλάβει το ύψωμα και κάπου εκεί έπεσε»…
Ποιος ήταν ο γενναίος αξιωματικός που αρνήθηκε να υποχωρήσει μπροστά στην τουρκική υπεροχή
Ο Τάσος Μάρκου γεννήθηκε στη κωμόπολη Παραλιμνίου στις 18 Σεπτεμβρίου 1936. Ήταν το πρώτο παιδί του Μελή Μάρκου και της Μαρίας Ξιούρου.
Τον Σεπτέμβριο του 1948 εισήχθη στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Μετά την αποφοίτηση του μεταβαίνει στην Αθήνα προκειμένου να δώσει εξετάσεις για την σχολή Ευελπίδων, λόγω όμως καθυστέρησης στην άφιξη του χάνει τις εξετάσεις και επιστρέφει στη Κύπρο όπου προσλαμβάνεται υπάλληλος στην εταιρεία Π.Κ. Παναγίδης στην Αμμόχωστο.
Τον Μάιο του 1955 ο Τάσος Μάρκου εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ.Α. κατά των Άγγλων αποικιοκρατών.
Στις 18 Δεκεμβρίου 1955 η ομάδα του τραυματίζει σοβαρά, μετά από ενέδρα, δύο Άγγλους αξιωματικούς. Οι πληροφορίες των Άγγλων φέρουν τον Τάσο Μάρκου να εμπλέκεται στην ενέδρα και τον αναζητούν, ο ίδιος όμως καταφέρνει μετά από αγωνιώδη προσπάθεια να διαφύγει της σύλληψης και να φυγαδευτεί από την ΕΟΚΑ στην Αθήνα.
Εκεί ο Τάσος Μάρκου επιτυγχάνει την εισαγωγή του στη Σχολή Ευελπίδων. Μην αντέχοντας όμως να απέχει από τον αγώνα των συμπατριωτών του για την ένωση με την Ελλάδα, εγκαταλείπει κρυφά τη Σχολή και επιστρέφει στην Κύπρο μέσω Παρισίου.
Με το ψευδώνυμο «Γκούρας» αναλαμβάνει τη διοίκηση του τομέα Κυθραίας τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1958.
Μετά το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ ο Μάρκου επιστρέφει στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Σχολή Ευελπίδων. Αποφοιτά τον Αύγουστο του 1959 και υπηρετεί στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
Χαρακτηριστική για το ήθος και τη σεμνότητα του ήταν η απάντηση που έδωσε στον Γεώργιο Γρίβα όταν του ζήτησε να του αποστείλει γραπτώς έκθεση για τη προσωπική του δράση στον αγώνα προκειμένου να τη συμπεριλάβει στα απομνημονεύματά του: « Ότι έκανα αρχηγέ, ήταν μια υποχρέωση μου προς την πατρίδα. Επομένως δεν έχω οτιδήποτε να πω για τον εαυτό μου».
Στις 16 Νοεμβρίου 1961, μετά από πρόσκληση του τότε προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, επιστρέφει στη Κύπρο και στις 4 Δεκεμβρίου 1961 εντάσσεται στο νεοσύστατο κυπριακό στρατό με το βαθμό του λοχαγού.
Τα «Ματωμένα Χριστούγεννα» (Δεκέμβριος 1963) βρήκαν τον Μάρκου να αγωνίζεται για την άμυνα της Λευκωσίας.
Σημαντική ήταν η συμβολή του στην εξουδετέρωση των τουρκικών αμυντικών θέσεων και τον απεγκλωβισμό εθνοφυλάκων στη περιοχή του Αλευρόμυλου Σεβέρη.
Την άνοιξη του 1964, ο Κύπριος αξιωματικός προωθήθηκε με τους άνδρες του στα υψώματα Προφήτη Ηλία στο Πενταδάκτυλο, δημιουργώντας εκεί ισχυρή γραμμή άμυνας βορείως της Λευκωσίας. Αξιοσημείωτη ήταν η προσπάθεια του για προστασία των αμάχων μεταξύ των Τουρκοκυπρίων.
Μετά το τέλος των εχθροπραξιών, η κυπριακή κυβέρνηση ενέτεινε τις προσπάθειες της απόκτησης σύγχρονου οπλισμού. Οι αποστολές εξασφάλισης του οπλισμού αυτού από το Λίβανο, την Αίγυπτο και τη Τσεχοσλοβακία ανατέθηκαν στον νεαρό τότε λοχαγό.
Το Νοέμβριο του 1971, ο Τάσος Μάρκου προήχθη στον βαθμό του ταγματάρχη. Τον Φεβρουάριο του 1972 υποκλέπτει ένα έγγραφο – σχέδιο πραξικοπήματος από τη Χούντα των Αθηνών το οποίο και προωθεί στην κυπριακή κυβέρνηση.
Αποτέλεσμα ήταν η ματαίωση της σχεδιαζόμενης ενέργειας.
Την άνοιξη του 1973 μετατέθηκε στο 12ο Τακτικό Συγκρότημα με έδρα τη Κυθραία όπου ανάλαβε επιτελικά καθήκοντα.
Εκεί πρωτοστάτησε στην αμυντική οργάνωση της περιοχής και στη προετοιμασία για απόκρουση οποιασδήποτε εχθρικής ενέργειας.
Με την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής την 20η Ιουλίου 1974, ο Μάρκου οργάνωσε με μικρό αριθμό εφέδρων αμυντική γραμμή στη περιοχή του χωριού Χαμίτ Μάνδρες όπου είχε προηγηθεί ρίψη Τούρκων αλεξιπτωτιστών. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο Μάρκου τέθηκε επικεφαλής των δυνάμεων εξουδετέρωσης του θύλακα Μπέκιογιου. Η συμβολή του στην επιτυχία της επίθεσης ήταν καθοριστική.
Η διάσωση του τραυματία λοχία
Ο έφεδρος Κώστας Σιακαλής μαρτυρεί τα εξής στη «Βιογραφία του Τάσου Μάρκου»:
«Ήταν Σάββατο, 20 Ιουλίου 1974, πέντε η ώρα το απόγευμα, έξω από το χωριό Μπέκιογιου. Επικεφαλής της επίθεσης ο ταγματάρχης Τάσος Μάρκου, δίπλα του εγώ και λίγα μέτρα παραπέρα ο λοχίας Ανδρέας Κωνσταντής, ξαπλωμένος στο έδαφος να σπαρταρά βαριά τραυματισμένος και να ζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Η απαγκίστρωση του τραυματία θα ήταν μια πράξη αυτοκτονίας, γιατί οι σφαίρες πέφτανε βροχή ολόγυρα μας. Κι ενώ περίμενα τον ταγματάρχη να διατάξει έναν από εμάς τους στρατιώτες για το παράτολμο εκείνο εγχείρημα, βλέπω τον ίδιο να σέρνεται πάνω στο σκληρό έδαφος, ενώ ταυτόχρονα τον άκουσα να μου φωνάζει: ‘’ Κάλυψε με, Κωστή! Πάω να τον φέρω’’.
«Πλησιάζοντας τον τραυματία, τον φορτώθηκε στην πλάτη. Ύστερα, άρχισε πάλι να σέρνεται μέσα στο χωράφι, καταφέρνοντας τελικά να φτάσει κοντά μας. Έστειλε τον Κωνσταντή στο νοσοκομείο, ενώ εκείνος παρέμεινε δίπλα μας πολεμώντας, μέχρι που καταφέραμε να απωθήσουμε τον εχθρό»
Το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1974, προωθήθηκε επικεφαλής δυνάμεως 100 περίπου ανδρών στη περιοχή Δικώμου όπου ενίσχυσε τα αμυνόμενα τμήματα του 361 Τάγματος Πεζικού στη περιοχή. Την 23η Ιουλίου 1974, μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, ανέλαβε τη συγκρότηση της αμυντικής γραμμής από τη Μια Μηλιά προς τον Κουτσοβέντη.
Ταυτόχρονα προσπάθησε, χωρίς να τύχει ανταπόκρισης, να οργανώσει την ανατροπή των πραξικοπηματιών.
Το βράδυ της 30ης Ιουλίου 1974, επέστρεψε στη μονάδα του στη περιοχή Μιας Μηλιάς απογοητευμένος, αλλά ταυτόχρονα αποφασισμένος να αναχαιτίσει τη επερχόμενη προέλαση των Τούρκων προς τη περιοχή Αμμοχώστου. Δημιούργησε νέες αμυντικές θέσεις και ζήτησε ενισχύσεις από το ΓΕΕΦ οι οποίες δεν του αποστάληκαν ποτέ.
Κατά την επίθεση του Ατίλλα ΙΙ η μονάδα του Μάρκου δοκιμάστηκε σκληρά. Ο Κύπριος διοικητής επανέλαβε απεγνωσμένα τις εκκλήσεις του για ενισχύσεις χωρίς να τύχει ανταπόκρισης.
Οι στρατιώτες του Κώστας Δημητρίου και Μιχάλης Παύλου που ήταν οχυρωμένοι δίπλα του, τον άκουσαν που μιλούσε με το ΓΕΕΦ, περιγράφοντας την κατάσταση και ζητώντας ενισχύσεις.
«Δεν ξέρουμε ποια ήταν η απάντηση που του δόθηκε. Μάλλον θα του υπεδείχθη πως έπρεπε να υποχωρήσουμε», μαρτυρούν οι δυο στρατιώτες, γιατί ο ταγματάρχης είχε γίνει έξω φρενών. Βρίζοντάς τους ακούστηκε να λέει με περιφρόνηση προτού κλείσει το τηλέφωνο: ‘Μόνο πάνω από τα πτώματά μας, θα περάσει ο εχθρός. Ο Τάσος Μάρκου δεν πρόκειται να οπισθοχωρήσει. Εδώ θα μείνει’».
Η μάχη ήταν άνιση, αλλά ο Μάρκου και οι άνδρες του αμύνονταν με πείσμα. Γύρω στις 10:00 π. μ. η γραμμή άμυνας στη περιοχή είχε διασπαστεί και τα τουρκικά άρματα είχαν εισέλθει στην οδό Λευκωσίας – Αμμοχώστου. Ο Κύπριος διοικητής αφού εξασφάλισε την ομαλή αναδίπλωση των οπλιτών του κινήθηκε βόρεια προς την περιοχή Κυθραίας μαζί με δύο από τους άνδρες του.
Λίγο αργότερα διέταξε τους συντρόφους του να φύγουν και ο ίδιος κινήθηκε προς την περιοχή Κεφαλόβρυσου Κυθραίας. Η τελευταία επαφή με τον Μάρκου έγινε μέσω ασυρμάτου από τον διοικητή του Τακτικού Συγκροτήματος Κυθραίας το απόγευμα της 15ης Αυγούστου 1974.
Έκτοτε παραμένει αγνοούμενος. Ένας αγνοούμενος προδομένος ήρωας.
Ο Αντρέας Στυλιανίδης αναφέρει: «Ο Τάσος έκανε ό,τι μπορούσε. Και οι ώρες που αντέξαμε την ανελέητη επίθεση δεν οφείλεται στα όπλα μας, αλλά στο πείσμα, το γινάτι μας να μην τους αφήσουμε να περάσουν», λέει ο τότε λοχαγός, ο οποίος προσθέτει: «Όσον αφορά το τι απέγινε ο Τάσος, πιστεύω πως αν ερχόταν προς Κυθρέα, μάλλον θα τον έβλεπα. Αν διασωζόταν από τη μάχη εκείνη, δεν θα πέθαινε. Όπως διασώθηκα εγώ θα σωζόταν και ο Τάσος ο οποίος ήξερε και την περιοχή… «Εκτιμώ πως είτε ο Τάσος Μάρκου σκοτώθηκε από τα άρματα, αν αποφάσισε να κινηθεί προς Αη Δημήτρη (που ας σημειωθεί πως όσοι κινήθηκαν προς τα εκεί, σκοτώθηκαν) ή (το πιο πιθανό για μένα) διενήργησε αντεπίθεση για να ανακαταλάβει το ύψωμα που κατέλαβαν προηγουμένως οι Τούρκοι και σκοτώθηκε».
Νίκος Γιαννόπουλος, ιστορικός
Σημείωση: Ο χώρος ταφής του ήρωα ταγματάρχη Τάσου Μάρκου, πιθανό να εντοπίστηκε στα κατεχόμενα. Βρίσκεται σε μια από τις στρατιωτικές περιοχές για τις οποίες έδωσαν άδεια για εκταφές οι κατοχικές αρχές.