Στο Βυζάντιο, το κράτος και περισσότερο η Εκκλησία είχαν στόχο να ρυθμίζουν τη συμπεριφορά των υπηκόων, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική τους ζωή. Έτσι ήθελαν να ορίζουν και θέματα, όπως ο έρωτας και ο γάμος.
Βέβαια, ο χριστιανισμός και ο ερωτισμός είναι δύο έννοιες που δύσκολα συμβιβάζονται, αλλά στο Βυζάντιο βρέθηκε ένας τρόπος σύγκλισης δύο αντίρροπων δυνάμεων.
Στη βυζαντινή κοινωνία τον έρωτα και τον γάμο επηρέαζε και το χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών.
Η γυναίκα ζούσε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στο σπίτι και από πολύ μικρή μάθαινε τα οικιακά, ενώ ελάχιστες γυναίκες αποκτούσαν ευρύτερη μόρφωση.
Μπορούσε να παντρευτεί από 12 χρονών και για τον γάμο της φρόντιζαν οι γονείς της.
Επειδή όμως «ανάγκα και θεοί πείθονται», αρκετές κοπέλες φτωχών οικογενειών, αναγκάζονταν να βγουν έξω από το σπίτι για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην ως υπηρέτριες, πωλήτριες, θεατρίνες και κάποιες γίνονταν εταίρες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Θεοδώρα, η οποία από μικρή συμμετείχε σε κωμικές παραστάσεις και σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ήταν μια εταίρα που έγινε αυτοκράτειρα.
Η μοιχεία
Μία από τις βαρύτερες και πλέον αξιόποινες πράξεις ήταν η μοιχεία, αλλά κυρίως για τις γυναίκες.
Οι άντρες μπορούσαν να έχουν παλλακίδες και «αγαπητές» ή «συνεισάκτους», δηλαδή απροστάτευτες νεαρές παρθένες με τις οποίες συμβίωναν σκανδαλωδώς πολίτες και κληρικοί, δήθεν για προστασία.
Η τιμωρία των μαστροπών
Υπήρχε βέβαια και η πορνεία, για την οποία το κράτος, για λόγους κοινωνικούς, δεν στρεφόταν ούτε εναντίον των γυναικών που ζούσαν από το επάγγελμα, αλλά ούτε εναντίον των πελατών τους.
Η νομοθεσία στρεφόταν κατά των μαστροπών και των προαγωγών.
Για την εκκλησία, η πορνεία θεωρούνταν αξιόποινη πράξη και δεν είχε θέση στη χριστιανική κοινωνία, η οποία απαιτούσε από τη γυναίκα αγνότητα.
Βέβαια, με αρκετή δόση υπερβολής και προκατάληψης, οι γυναίκες περιγράφονται σε διάφορες βυζαντινές πηγές ως υπάρξεις αχόρταγες ερωτικά που παρασύρονται εύκολα, αλλά κατά βάση είναι μόνο ερωτικά αντικείμενα για τους άνδρες.
Ο «παρά φύσιν» έρωτας
Η ερωτική πρακτική που συγκέντρωνε τα περισσότερα πυρά ήταν η λεγόμενη «παρά φύσιν», επειδή θεωρούνταν προσβολή στο Θεό να γίνεται χρήση οργάνων του σώματος για την εξυπηρέτηση σκοπού άλλου από εκείνο για τον οποίο πλάστηκαν.
Υπήρχαν ποινές για τις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών, την κτηνοβασία, τις αιμομικτικές και ορισμένες «τριγωνικές» σχέσεις, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι το κράτος είχε ολοκληρωμένο σύστημα κυρώσεων για την αποτελεσματική προστασία της ηθικής.
Μία στον καθένα
Στο Βυζάντιο, «σωστός» γάμος ήταν μόνο ο πρώτος.
Ο δεύτερος επιτρεπόταν, αλλά ταυτόχρονα θεωρούνταν «ευπρεπής μοιχεία».
Γι’ αυτό, όσους έκαναν δεύτερο γάμο δεν τους στεφάνωναν, αλλά τους διάβαζαν ευχή «στεφανική».
Επίσης δεν έπαιζαν μουσικά όργανα και οι συμμετέχοντες δεν χόρευαν.
Όσο για τον τρίτο γάμο, αυτός θεωρούνταν πολυγαμία και απαγορευόταν από την Εκκλησία.
Όποιος παρέβαινε την απαγόρευση τιμωρούνταν με αφορισμό για τρία ή τέσσερα χρόνια.
Για τις γυναίκες, βέβαια, οι περιορισμοί ήταν περισσότεροι.
Οι νυμφευόμενοι δηλαδή, φρόντιζαν να μην παίρνουν ως συζύγους χήρες, για να αποφεύγουν τη σκληρή κοινωνική αποδοκιμασία.
Επιπλέον, όποιος έπαιρνε γυναίκα διαζευγμένη ή χήρα δεν επιτρεπόταν να χειροτονηθεί παπάς.
Η καλλίστη
Μια από τις βασικές φροντίδες της βυζαντινής Αυλής ήταν να βρει την κατάλληλη νύφη για τον αυτοκράτορα ή τον διάδοχο του θρόνου.
Τα προσόντα της μέλλουσας αυτοκράτειρας έπρεπε να είναι η ευγένεια της καταγωγής, το ήθος, η παρθενία και η ομορφιά.
Η διαδικασία επιλογής της νύφης, τουλάχιστον κατά τον 9ο και 10ο αιώνα, είχε ως εξής: ειδική απεσταλμένοι «χτένιζαν» τις επαρχίες του κράτους και επέλεγαν τις ωραιότερες μεταξύ των παρθένων – μερικές φορές και με βάση τα μέτρα του σώματος και των παπουτσιών, που δίνονταν από το παλάτι.
Στη συνέχεια, η μέλλουσα πεθερά ή συγγενείς υπέβαλλαν τις υποψήφιες σε σωματική εξέταση, για να ελέγξουν την αρτιμέλειά της.
Επίσης, ήταν εύκολο να ελεγχθούν το παράστημα και το βάδισμα.
Πολλές φορές βέβαια, από τα παραπάνω κριτήρια υπερίσχυε η ομορφιά, που θάμπωνε τους βασιλικούς γαμπρούς.
Έτσι, χάρις σε αυτήν, ανέβηκαν στον θρόνο γυναίκες κατώτατης κοινωνικής στάθμης, όπως η σύζυγος του Ιουστινιανού, Θεοδώρα και σύζυγος του Ρωμανού Β’, Θεοφανώ.