Το 1981 ο δημοσιογράφος του Στερν, Γκερντ Χάιντεμαν, είπε στους εργοδότες του ότι είχε στην κατοχή του πολλά έγγραφα των Ναζί, μεταξύ των οποίων και αρκετοί τόμοι των ημερολογίων του Χίτλερ για την περίοδο από το 1932 μέχρι το 1945.
Ο Χάιντεμαν ισχυρίστηκε ότι το υλικό το είχε βγάλει κρυφά από την κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία κάποιος επιστήμονας με το όνομα, Δρ. Φίσερ.
Δεν έγινε ποτέ σαφές πού βρίσκονταν τα έγγραφα μεταξύ 1945 και 1981, αλλά ο Χάιντεμαν είπε ότι είχαν διασωθεί από τα συντρίμμια ενός αεροπλάνου που προσπάθησε να ξεφύγει από τη ρώσική προέλαση στο Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945.
Τα έγγραφα κρατήθηκαν μυστικά από τον υπόλοιπο κόσμο και τις ανατολικογερμανικές αρχές για σχεδόν σαράντα χρόνια.
Μέσα στους επόμενους 18 μήνες, το Στερν πλήρωσε στον Χάιντεμαν 9 εκατομμύρια μάρκα για 61 τόμους. Κάθε ένας έφερε το μονόγραμμα “AH” και άλλο υλικό που υποτίθεται ότι προερχόταν από το καταφύγιο του Χίτλερ.
Τα κείμενα του Χίτλερ ήταν σχετικά σύντομα.
“Έκαψα την Καγκελαρία και το φόρτωσα στους εβραίους κομμουνιστές”. “Παρήλασα στο Παρίσι”. “Διέταξα την “τελική λύση” στο εβραϊκό πρόβλημα”. “Εισέβαλα στη Σοβιετική Ένωση – όλα θα έχουν τελειώσει μέχρι τα Χριστούγεννα”.
Το Στερν αντιμετώπιζε πρόβλημα με την πιστοποίηση της γνησιότητας των εγγράφων, ενώ ταυτόχρονα τα κρατούσε μυστικά ώστε να διατηρήσει την αποκλειστικότητα.
Το περιοδικό έκανε το λάθος να μην υποβάλει το μελάνι, το χαρτί και το δέσιμο των ημερολογίων σε εγκληματολογικούς ελέγχους, ώστε να βεβαιωθεί ότι ήταν αυθεντικά.
Αυτό που έκανε ήταν να παρουσιάσει δείγματα των ημερολογίων σε ειδικούς γραφολόγους και ιστορικούς, οι οποίοι επιβεβαίωσαν τη γνησιότητά τους.
Σε αυτό ήλπιζαν ο Χάιντεμαν και οι συνένοχοί του.
Με πιστοποιημένη τη γνησιότητα του υλικού, μπορούσαν να τροφοδοτούν το περιοδικό με όλο και περισσότερες πλαστογραφίες και να μαζεύουν χρήματα, τα οποία ξοδεύονταν ή κρύβονταν ώστε να μην είναι δυνατή η επιστροφή τους.
Ο πιο έγκριτος ιστορικός που είδε τα ημερολόγια ήταν ο Σερ Χιου Τρέβορ-Ρόπερ, καθηγητής στο Κολέγιο Πίτερχαουζ του Κέιμπριτζ και διευθυντής στους Τάιμς του Λονδίνου, οι οποίοι σκέφτονταν να αγοράσουν τα δικαιώματα δημοσίευσης των ημερολογίων.
Πέταξε μέχρι την Ελβετία να τα δει από κοντά και την επόμενη μέρα έγραψε ότι ήταν πεισμένος πως “τα έγγραφα είναι αυθεντικά. Η ιστορία της περιπλάνησής τους από το 1945 είναι αλήθεια. Και όσα είναι γνωστά σχετικά με τις συγγραφικές συνήθειες του Χίτλερ, την προσωπικότητά του και ίσως ακόμη κάποια δημόσια γεγονότα, θα έπρεπε να αναθεωρηθούν”.
Η συνέντευξη τύπου που έδωσε το Στερν στο Αμβούργο για να ανακοινώσει την ανακάλυψη των ημερολογίων δεν πήγε σύμφωνα με το σχέδιο.
Ο αμφιλεγόμενος Βρετανός συγγραφέας και φιλο-Ναζιστής, Ντέιβιντ Ίρβινγκ, ο οποίος καταδικάστηκε για την άρνηση του Ολοκαυτώματος, παρακολούθησε τη συνέντευξη τύπου, φέρνοντας μαζί του πλαστά έγγραφα των Ναζί, τα οποία είπε ότι προέρχονταν από την ίδια πηγή.
Κατήγγειλε τα ημερολόγια και τον Τρέβορ-Ρόπερ, φωνάζοντας:
“Ξέρω από ποια συλλογή προέρχονται τα ημερολόγια. Είναι μια παλιά συλλογή, γεμάτη πλαστά. Έχω μερικά εδώ!”
Τα Εθνικά Αρχεία της Δυτικής Γερμανίας και Βρετανοί ειδικοί εγκληματολόγοι και γραφολόγοι υπέβαλαν τότε τα ημερολόγια σε κανονική εξέταση.
Αποκάλυψαν αμέσως αυτό που ήταν πραγματικά: πολύ κακές πλαστογραφίες.
Το χαρτί, το μελάνι και το δέσιμο ήταν όλα μεταπολεμικά.
Η γραφή, αν και επιφανειακά έμοιαζε με του Χίτλερ, ήταν κακή απομίμηση.
Τα ημερολόγια περιείχαν πολλές ιστορικές ανακρίβειες και αναχρονισμούς.
Τέλος, το μονόγραμμα του φτηνού ψευτο-δερμάτινου εξωφύλλου των ημερολογίων δεν έγραφε “AH”, αλλά “FH”.
Η κομπίνα των ημερολογίων
Ο Χάιντεμαν ήταν ο άνθρωπος “βιτρίνα” που είχε πουλήσει τα ημερολόγια, αλλά όχι ο δημιουργός τους.
Υπεύθυνος ήταν ο μικροεγκληματίας, έμπορος ενθυμίων των Ναζί και πλαστογράφος, Κόνραντ Κουγιάου.
Γεννήθηκε ένα χρόνο πριν από το ξέσπασμα του πολέμου και ήταν πολύ μικρός όταν ο Χίτλερ αυτοκτόνησε.
Μεγάλωσε στην Ανατολική Γερμανία, από όπου αναγκάστηκε να δραπετεύσει το 1957 για να γλιτώσει τη σύλληψη από την αστυνομία για μία κλοπή.
Εγκαταστάθηκε στη Στουτγκάρδη και γρήγορα έμπλεξε με τη δυτικογερμανική αστυνομία, ενώ εξέτισε σύντομες ποινές για κλοπή και πλαστογραφία.
Τη δεκαετία του 1970 ανακατεύτηκε σε παράνομο εμπόριο ναζιστικών ενθυμίων μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, πλαστογραφώντας συχνά έγγραφα ώστε να δώσει στα αντικείμενα που εμπορευόταν ψεύτικη προέλευση και να αυξήσει την τιμή τους.
Όταν κατάλαβε ότι υπήρχε πολύ χρήμα σε πλαστογραφήσεις αντικειμένων των Ναζί, ζωγράφισε μερικούς πλαστούς πίνακες του Χίτλερ και πέρασε ένα χειρόγραφο του «Mein Kampf» (Ο Αγών μου) ως το πρωτότυπο χειρόγραφο του Χίτλερ.
Ο Κουγιάου είχε ετοιμάσει την κομπίνα με τα ημερολόγια από το 1978 και πούλησε έναν τόμο από το “ημερολόγιο του Χίτλερ” σε έναν γερμανό συλλέκτη.
Ο Χάιντεμαν έμαθε για το ημερολόγιο και ήρθε σε επαφή με τον Κουγιάου.
Ο πλαστογράφος δημιούργησε 61 τόμους για τον Χάιντεμαν, τους οποίους πούλησε στον δημοσιογράφο στη σχετικά χαμηλή τιμή των 2,5 εκατομμυρίων μάρκων.
Αν και ο Χάιντεμαν προσπάθησε να ισχυριστεί ότι εξαπατήθηκε από τον Κουγιάου, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια για πλαστογραφία. Οι αρχισυντάκτες του Στερν, των Τάιμς και του Νιούζγουικ, που είχαν πιστέψει ότι τα ημερολόγια ήταν αληθινά, παραιτήθηκαν.
ΠΗΓΗ: Οι Μεγαλύτερες Απάτες της Ιστορίας, Eric Chaline, Εκδόσεις Κλειδάριθμος