Ένας ομαδικός τάφος με 800 νεκρά παιδιά που ήταν κρυμμένος στην αυλή του ιδρύματος «St Mary’s Mother and Baby Home», ήρθε στην επιφάνεια μέσα από την σοκαριστική συνέντευξη μιας τροφίμου τη δεκαετία του ’80, που αποκάλυψε τις απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες εξαφανίστηκαν αυτά τα παιδιά.
«Τα παιδιά πέθαιναν σαν τις μύγες. Δεν ήταν βρέφη, γιατί για τον θάνατο των νεογνών γινόταν εξονυχιστική έρευνα. Θεωρούταν παραμέληση ανηλίκου και το βάρος έπεφτε στις καλόγριες. Για παιδιά που ήταν ενός έτους και πάνω οι αρχές θεωρούσαν ότι ο θάνατος ήταν ένα φυσικό επακόλουθο».
H Τζούλια Ντέβανεϊ ήταν μόλις 9 ετών όταν οι γονείς της την άφησαν στο «Σπίτι» – όπως το αποκαλούσαν- στην πόλη Τουάμ της Ιρλανδίας. Έζησε εκεί 36 ολόκληρα χρόνια. Εργάστηκε σκληρά για τις καλόγριες του ιδρύματος μέχρι την τελευταία μέρα της διαμονής της το 1961.
Τα παιδιά δεν ήξεραν να μιλάνε… Έβγαζαν μόνο κραυγές θρήνου και αγωνίας
Η ιστορικός Κάθριν Κόρλες ασχολήθηκε συστηματικά με τις υποθέσεις του ιδρύματος και αποκάλυψε άγνωστες ιστορίες που καθηλώνουν.
Οι καλόγριες δεν έδειχναν κανένα ενδιαφέρον για τα παιδιά. Ο κοκκύτης θέριζε το ίδρυμα, αλλά εκείνες δεν έκαναν το παραμικρό για να προστατέψουν τα μικρά. Όλα τους ήταν ισχνά και εύθραυστα. Παρόλο που πήγαιναν σχολείο δεν μπορούσαν να μορφωθούν. Δεν ήξεραν να μιλάνε, είχαν μια δική τους κωδικοποιημένη γλώσσα για να επικοινωνούν. Σαν κραυγές θρήνου.
Μετά από το σχολείο έτρωγαν και έπιναν τσάι, ενώ αμέσως μετά, έπρεπε να ξεψειρίσει το ένα το άλλο.
«Οι μητέρες τους ήταν ανύπαντρες. Η κοινωνία τις ανάγκασε να ζητήσουν βοήθεια από τις καλόγριες, οι οποίες δεν κατέκριναν τον αμαρτωλό χαρακτήρα τους, απλά τις «τιμωρούσαν» διακόπτοντας τις σπουδές τους», δήλωσε η Ντέβανεϊ και συνέχισε: «ήταν σαν ψυχιατρείο, έτρεμε η καρδιά μας από φόβο όταν βλέπαμε τη «μητέρα» Μάρθα. Ήταν πολύ αυστηρή και αντιμετώπιζε όλα τα παιδιά με ψυχρότητα, κακία και απάθεια ακόμα και πριν ξεψυχήσουν».
Κάποια από τα παιδιά τα έδιναν με παράνομες υιοθεσίες στις ΗΠΑ.
Φρόντιζαν ώστε κανένα παιδί του ιδρύματος να μην παραμείνει στην Ιρλανδία.
Τα έστελναν μακριά χωρίς φυσικά να ρωτήσουν τη μητέρα. Ακόμα και σήμερα πολλοί ντόπιοι θυμούνται τις φήμες για την κακοποίηση και την παράνομη υιοθεσία. Κάποιοι έχουν και εικόνες από περιστατικά όπου καλόγριες φερόντουσαν με βαναυσότητα στις μητέρες.
Είναι όμως και αυτοί που θυμούνται τις περίεργες βόλτες της μητέρας Μάρθα στον μεγάλο λάκκο.
Τα 796 «εξαφανισμένα» παιδιά
Μέσα από έρευνα ετών, η Κάθριν Κόρλες κατάφερε να συγκεντρώσει τα ονόματα των παιδιών που ζούσαν στο ίδρυμα από το 1925 έως το 1961.
Το μυστήριο της υπόθεσης ήταν ότι τα άρρωστα παιδιά εξαφανίζονταν ξαφνικά και αναίτια. Υπήρχε ένα νόμιμο νεκροταφείο, αλλά η Τζούλια ήξερε καλά πως τα περισσότερα παιδιά θάβονταν ομαδικά σε ένα λάκκο στην πίσω αυλή του ιδρύματος.
«Υπήρχαν παιδιά που γεννιόντουσαν άρρωστα. Αυτά τα αποκαλούσαν «εκ γενετής καθυστερημένα» και αυτά ήταν που χάναμε ξαφνικά μέσα από τα μάτια μας. Τις μανάδες ουσιαστικά τις «πουλούσαν» σε άλλα σπίτια είτε ως παραδουλεύτρες είτε ως υποψήφιες νύφες. Στη δεύτερη περίπτωση σπάνια η μητέρα έπαιρνε μαζί το παιδί της, συνήθως οι μελλοντικοί σύζυγοι δεν ήθελαν τα … μπάσταρδα. Έτσι έλεγαν».
Η ομολογία της Ντέβανεϊ έφτασε στα χέρια της Κόρλες τυχαία, τη στιγμή που έψαχνε τα αρχεία μιας παλιάς ερευνήτριας, της Ρεμπέκκα Μιλάνε, στην οποία η Τζούλια είχε εμπιστευτεί τα μυστικά της ζωή της μέχρι το 1961 που παντρεύτηκε με προξενιό από τις καλόγριες γιατί το ίδρυμα έκλεινε και έπρεπε να την αποκαταστήσουν.
Όπως δήλωσε, η Κάθριν Κόρλες θα καταθέσει όλα τα στοιχεία που έχει συλλέξει για το κολαστήριο της Ιρλανδίας προκειμένου να διαλευκανθεί το μυστήριο του ομαδικού τάφου γιατί όπως εικάζει πρέπει εκεί μέσα να είναι θαμμένες και «ανυπάκουες» μητέρες. Η Τζούλια Ντέβανεϊ έχει φύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω της μια ομολογία που ίσως δώσει απαντήσεις σε οικογένειες που έχασαν δικούς τους ανθρώπους έστω και μετά από τόσα χρόνια.