Η ταινία ο «Πρωτάρης» ήταν πράγματι ένα εγχείρημα πρωτάρηδων.
Ήταν η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη, Μάικ Νίκολς και ο πρώτος κινηματογραφικός ρόλος για τον πρωταγωνιστή, Ντάστιν Χόφμαν.
Κανείς δεν περίμενε ότι η ταινία θα γινόταν επιτυχία.
Μάλιστα όταν την παρακολούθησαν για πρώτη φορά οι παραγωγοί και τα στελέχη στούντιο του Χόλιγουντ, άρχισαν να γιουχαΐζουν μέσα στο σινεμά.
Κι όμως, η ταινία που κόστισε 3 εκατομμύρια δολάρια, έβγαλε περισσότερα από 35 εκατομμύρια στο box office.
Ήταν υποψήφια για 7 Όσκαρ, κέρδισε το βραβείο για καλύτερη σκηνοθεσία και θεωρήθηκε τότε ως η «μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία του κινηματογράφου».
Το 1968, όταν καταλήφθηκε το πανεπιστήμιο Κολούμπια από φοιτητές, οι καταληψίες έβγαιναν με βάρδιες για να παρακολουθήσουν τον «Πρωτάρη» στο σινεμά.
Την ίδια περίοδο, το τραγούδι «Mrs Robinson» των Simon & Garfunkel ήταν νούμερο 1 στα μουσικά chart.
Και βέβαια δεν ήταν η μοναδική επιτυχία του soundtrack. Το «Sound of Silence» που ακούγεται στην ταινία, είναι ένα από τα πιο αγαπητά κομμάτια μέχρι σήμερα.
Πώς όμως κατάφεραν ένας «πρωτάρης» σκηνοθέτης και ένας άσημος ηθοποιός να αφήσουν ιστορία στον κινηματογράφο;
Ο «πρωτάρης» σκηνοθέτης
Το 1963, ο 36χρονος παραγωγός Λόρενς Τούρμαν διάβασε το βιβλίο του συγγραφέα Τσαρλς Γουέμπ, με τίτλο «Ο Πρωτάρης».
Ο βασικός ήρωας ήταν ο νεαρός Μπέντζαμιν Μπράντοκ, ένας ευκατάστατος απόφοιτος πανεπιστημίου, που διατηρεί κρυφή ερωτική σχέση με μία μεγαλύτερη γυναίκα, την αξέχαστη κυρία Ρόμπινσον.
Στο τέλος, καταλήγει να ερωτεύεται και να παντρεύεται την κόρη της.
Ο Τούρμαν ενθουσιάστηκε με το βιβλίο και αγόρασε τα κινηματογραφικά δικαιώματα για χίλια δολάρια.
Ήταν ένα μεγάλο ρίσκο, καθώς κανένα στούντιο δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για το βιβλίο.
Ο Τούρμαν ρίσκαρε ξανά, όταν επέλεξε για σκηνοθέτη τον 33χρονο Μάικ Νίκολς, που μέχρι τότε είχε ασχοληθεί αποκλειστικά με το θέατρο και δεν είχε γυρίσει ποτέ ταινία.
Αν και είχε πολύ καλή φήμη στο Μπρόντγουεϊ, αυτή δεν αρκούσε για να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου χολυγουντιανού στούντιο.
Για τρία χρόνια, ο «Πρωτάρης» έμεινε ανεκμετάλλευτος.
Μέχρι που εμφανίστηκε η Ελίζαμπεθ Τέιλορ.
Το 1965 ήταν ήδη θρύλος στο Χόλιγουντ και επέλεξε η ίδια τον Νίκολς για να τη σκηνοθετήσει στην ταινία «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ».
Η Τέιλορ κέρδισε το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και ο Νίκολς έγινε πασίγνωστος στο Χόλιγουντ.
Ξαφνικά, όλα τα στούντιο ήθελαν να συνεργαστούν μαζί του και οι μεγαλύτεροι ηθοποιοί ζητούσαν ένα ρόλο στην επόμενη ταινία του.
«Έχεις φάει ποτέ χυλόπιτα;»
Στο βιβλίο, ο Μπέντζαμιν Μπράντοκ είναι ψηλός, ξανθός και γαλανομάτης.
Ο ιδανικός ηθοποιός για να τον υποδυθεί ήταν, κατά γενική ομολογία, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, που μεσουρανούσε.
Ήταν όμορφος, ταλαντούχος, διάσημος και έδειξε έντονο ενδιαφέρον για τον ρόλο.
Όμως, ο Νίκολς δεν τον ήθελε.
Δεν πίστευε ότι μπορούσε να πείσει τον κόσμο ότι ήταν ένας «αποτυχημένος» τύπος.
«Όταν τον ρώτησα αν έχει φάει ποτέ χυλόπιτα από γυναίκα, μου απάντησε με απορία, «Τι εννοείς;». Και δεν έκανε πλάκα», έλεγε ο Νίκολς για τον Ρέντφορντ.
Ο ίδιος ο Νίκολς τηλεφώνησε στον άσημο ηθοποιό Ντάστιν Χόφμαν, που συμμετείχε μόνο σε μικρές θεατρικές παραστάσεις στη Νέα Υόρκη.
Δεν είχε παίξει ποτέ στον κινηματογράφο και η εμφάνισή του δεν είχε καμία σχέση με τον πρωταγωνιστή που έψαχναν.
Ο Χόφμαν ήταν μικρόσωμος, με μεγάλη μύτη και σκούρα μαλλιά.
Εκείνη την εποχή, ήταν ευρέως γνωστό ότι οι διευθυντές των στούντιο ήθελαν πρωταγωνιστές που να αρέσουν στον κόσμο, δηλαδή ψηλούς, ξανθούς και γεροδεμένους.
Ο Χόφμαν, λογικά δεν είχε ποτέ μέλλον στον κινηματογράφο.
Αλλά ο Νίκολς επέμενε και τελικά έγινε το δικό του.
Η κυρία Ρόμπινσον
Πρώτη στη λίστα για τον ρόλο της σαγηνευτικής κυρίας Ρόμπινσον ήταν η Άβα Γκάρντνερ, ένα από τα μεγάλα sex symbols της περασμένης δεκαετίας.
Η Γκάρντνερ ήθελε να συμμετέχει στην ταινία, αλλά ο Νίκολς την απέρριψε, όταν τη γνώρισε από κοντά.
Αν και τη θεωρούσε την ωραιότερη γυναίκα στον κόσμο, η συμπεριφορά της του φάνηκε αλλοπρόσαλλη και έκρινε ότι ήταν αδύνατο να συνεργαστούν.
Στο τέλος, επέλεξε την Αν Μπάνκροφτ, που είχε κερδίσει Όσκαρ υποδυόμενη την αγγελική Άνι Σάλιβαν, τη γυναίκα που έμαθε στην τυφλή και κωφάλαλη Χέλεν Κέλερ να επικοινωνεί.
Στον «Πρωτάρη», η 36χρονη Μπάνκροφτ ενσάρκωσε την 45χρονη κυρία Ρόμπινσον, μία ευκατάστατη νοικοκυρά που έχει βαρεθεί την καθημερινή ρουτίνα της ζωής της και συνάπτει σχέση με τον νεαρό γιο ενός φιλικού ζευγαριού.
Η ερμηνεία της ήταν καταπληκτική και η Μπάνκροφτ ήταν υποψήφια για άλλο ένα Όσκαρ.
Δυστυχώς, αν και για τον Χόφμαν η ταινία ήταν μόνο η αρχή μια λαμπρής καριέρας, για την Μπάνκροφτ έγινε ταφόπλακα.
Κανένας μελλοντικός ρόλος δεν κατάφερε να ξεπεράσει την επιτυχία της κυρίας Ρόμπινσον και η ηθοποιός πολύ συχνά ανέφερε σε συνεντεύξεις ότι ήταν σαν μην είχε παίξει σε άλλη ταινία μετά τον «Πρωτάρη».
Το Βιετνάμ και το πορνό
Όταν ολοκληρώθηκε η ταινία, όλα έδειχναν ότι θα αποτύγχανε παταγωδώς.
Οι επιχειρηματίες του Χόλιγουντ θεωρούσαν ότι η ταινία ήταν καλή, αλλά για όλα έφταιγε ο ακατάλληλος πρωταγωνιστής.
Όταν όμως προβλήθηκε σε ένα σινεμά στη Νέα Υόρκη, η αντίδραση του κοινού ήταν ανεπανάληπτη.
Στην αίθουσα βρισκόταν κι ο ίδιος ο Χόφμαν, κρυμμένος στα πίσω καθίσματα και εξεπλάγη όταν είδε τους θεατές να σηκώνονται όρθιοι και να χειροκροτούν, όταν έπεσαν οι τίτλοι του τέλους.
Ο Νίκολς σκέφτηκε ότι η ταινία θα είχε μεγαλύτερη απήχηση στο νεότερο κοινό και έστειλε τον Χόφμαν σε πανεπιστήμια σε όλη την Αμερική για να την παρουσιάσει.
Τον πλήρωσε 500 δολάρια την εβδομάδα, περισσότερα απ’ όσα του έδινε για την ταινία.
Όμως η προσοχή των φοιτητών του 1967 ήταν στραμμένο στο Βιετνάμ και θεωρούσαν επιφανειακή οποιαδήποτε ταινία δεν ασχολούνταν με τον πόλεμο.
Η περιοδεία δεν απέδωσε καρπούς.
Σε μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια, δοκίμασαν να διαφημίσουν την ταινία ως ελαφρώς πορνογραφική.
Τότε δημιουργήθηκε το περίφημο πόστερ της ταινίας, όπου φαίνεται το καλλίγραμμο πόδι της Μπάνκροφτ με το μαύρο καλσόν και ο Χόφμαν στέκεται στο βάθος.
Όμως παρά τις δυσμενείς προβλέψεις, η ταινία έγινε τεράστια επιτυχία.
Πλήθη περίμεναν έξω από τους κινηματογράφους από την πρώτη κιόλας μέρα της προβολής της.
Η καριέρα του Ντάστιν Χόφμαν ξεκινούσε…