Τη δεκαετία του ’80, στην Ελλάδα εμφανίστηκαν μαζικά τα νέα, μοντέρνα και τεχνολογικά βελτιωμένα φλίπερ. Κάθε «ουφάδικο» που σεβόταν τον εαυτό του, είχε τουλάχιστον δύο φλίπερς, πάνω από τα οποία γινόταν συνήθως ένας μικρός «χαμός». Παρά τον όγκο τους, τα βαριά μηχανήματα ποτέ δεν έμειναν στη θέση τους. Κάθε τρεις και λίγο μετακινούνταν, από τις αμέτρητες «σφαλιάρες» που έριχναν οι παίκτες. Το κίνητρο ήταν ισχυρό. Έξτρα μπίλια και ίσως έξτρα game.
Ήταν ένα παιχνίδι δεξιότητας, που απαιτούσε ψυχραιμία, σταθερές κινήσεις, σημάδι και γνώση των στόχων, που έδιναν πόντους. Παρόλα αυτά, πάνω από τα φλίπερ παίχθηκαν αμέτρητα στοιχήματα μεταξύ φίλων και θαμώνων.
Η «σφαλιάρα» στα φλίπερ
Οι «δεξιοτέχνες» των ουφάδικων το είχαν μελετήσει το θέμα. Ήξεραν με πόση δύναμη έπρεπε να πιέσει το μεσαίο δάκτυλο το κουμπί στα πλάγια.
Από ποιές γέφυρες να περάσουν οι μπάλες, που να βάλουν την μπίλια να «κάτσει και να γράψει πόντους», ποιους στόχους να ρίξουν πρώτα, για να κλείσουν τους δύο πλαϊνούς διαδρόμους, όπου έφευγε η μπίλια.
Κυρίως, ήξεραν να ρίξουν τη «σφαλιάρα» με επιτυχία. Δηλαδή, γνώριζαν πως να χτυπούν ενστικτωδώς με την παλάμη τα ξύλινα πλαϊνά του μηχανήματος, για να το ταρακουνήσουν. Με αυτόν τον τρόπο, άλλαζαν την τροχιά της μπάλας μακριά από τα λούκια.
Η μαεστρία ήταν να αποφύγουν το τιλτ.
Σχεδόν όλοι προσπάθησαν να μιμηθούν τους δεξιοτέχνες. Κάπου θα είχαν δει τα κόλπα τους. Και πήγαιναν οι «σφαλιάρες σύννεφο». Τα φλίπερ «αγκομαχούσαν» μέσα στα μαγαζιά. Πολύ ξύλο. Ο ήχος της «σφαλιάρας» ακουγόταν μονίμως, σε συνδυασμό ανδροπαρέας που ούρλιαζε πάνω από το μηχάνημα. Πολλοί ίσως θυμούνται την κλασική προτροπή στους νευρικούς παίκτες. «Μην το κουνάς ρε, θα κάνει τιλτ». Και φυσικά, το «κακοποιημένο» μηχάνημα έπαιρνε την εκδίκησή του εις διπλούν. Έκανε τιλτ, για να τιμωρήσει την υπερβολική χρήση βίας (ειδικά αν ο παίκτης φορούσε δακτυλίδι και χαϊμαλιά στον καρπό) και έφερνε τον παίκτη ενώπιος ενωπίω με τον ιδιοκτήτη.
«Αδερφέ κόλλησε», ακουγόταν η φωνή του παίκτη.
«Το κούνησες;» ρωτούσε ο μαγαζάτορας.
«Όχι ρε συ, τι λες τώρα!»
«Μην το βαράς σε παρακαλώ, λεφτά έχει, θα το χαλάσεις και ακόμη το πληρώνω».
Ο ιδιοκτήτης του ουφάδικου έκανε τα «μαγικά» του στο μηχάνημα (δηλαδή το έβγαζε και το ξαναέβαζε στην πρίζα, για να ξεκολλήσει) και ήταν έτοιμο να ξαναδεχτεί κέρματα.
Η επινόηση του τιλτ
Πόσοι και πόσοι δεν «τα έσουραν» σε αυτόν που ανακάλυψε το τιλτ! Πως ήταν δυνατόν, με μερικές «σφαλιαρίτσες» να κολλάει το παιχνίδι; Το τιλτ ήταν η τιμωρία του παίκτη, που προσπαθούσε να το ξεγελάσει και ανακαλύφθηκε πολύ παλιά.
Το 1931, εμφανίστηκαν τα ξύλινα φλίπερ με κερματοδέκτη. Σταδιακά, προστέθηκαν στα μηχανήματα μετρητές και ήχοι, που έκαναν το παιχνίδι πιο ευχάριστο. Την εποχή του κραχ, το φλιπεράκι γνώρισε ίσως τις πιο ένδοξες ημέρες του. Σε περίπτωση που ο παίκτης έκανε ρεκόρ, τότε σε αντάλλαγμα έπαιρνε δωρεάν ποτά, γεύμα ή τσιγάρα.
Ο κόσμος έψαχνε απελπισμένα για φτηνή διασκέδαση και προτιμούσε παιχνίδια, που έδιναν δώρα στους νικητές. Για να καταφέρουν, όμως, να πάρουν τα δώρα, πολλοί παίκτες «έκλεβαν». Κουνούσαν το φλίπερ, ώστε να αλλάζουν την τροχιά της μπίλιας και έτσι έκαναν υψηλά σκορ. Για την αντιμετώπισή τους, ανακαλύφθηκε το τιλτ, δηλαδή το πάγωμα του παιχνιδιού, όταν οι παίκτες το παράκαναν.
Η τεχνική
Ένας καλός παίκτης φλίπερ έπρεπε να γνωρίζει ορισμένες βασικές τεχνικές, για να μπορεί να «κοντρολάρει» το παιχνίδι και να κερδίζει πόντους. Για παράδειγμα, αν ένας στόχος έπρεπε να «χτυπηθεί» 10 φορές, για να δώσει έξτρα μπάλα, έφερναν τη μπίλια συνέχεια στη ρακέτα που βόλευε.
Η «προπαίδεια» του καλού παίκτη είναι:
1. Απλό σταμάτημα της μπίλιας.
2. Κοντρόλ και μεταφορά από τη μια ρακέτα στην άλλη.
3. Αστραπιαία μεταφορά από τη μια ρακέτα στην άλλη και άμεση βολή.
4. Πάσα, με τη βοήθεια του πλαϊνού τοίχου της ρακέτας.
5. Κοντρόλ, με αναπήδηση μπίλιας στην απέναντι ρακέτα, η οποία παραμένει σταθερή.
6. Πάσα, με ταυτόχρονη κίνηση των ρακετών.
Το παράνομο παιχνίδι
Από την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, μέχρι και το 1976, τα φλίπερ ήταν παράνομα. Οι αμερικανικές αρχές θεωρούσαν ότι ήταν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι τζόγου και όχι ικανοτήτων. Έτσι, αν και υπήρχε σε πολλά μαγαζιά, δεν διαφημιζόταν με πινακίδες ή αφίσες. Το φλίπερ παιζόταν παράνομα για δεκαετίες. Τα πράγματα άλλαξαν, όταν οι εταιρείες που τα κατασκεύαζαν, αποφάσισαν να περάσουν στην αντεπίθεση.
Καταρχάς, ζήτησαν τη βοήθεια του Ρότζερ Σαρπ, ενός εκδότη και δεξιοτέχνη του επιτραπέζιου παιχνιδιού. Με αυτόν στο πλευρό τους, προσέφυγαν στα αμερικανικά δικαστήρια. Κατά τη διάρκεια της δίκης, μετέφεραν δύο φλίπερ ενώπιον των δικαστών. Ο Σαρπ έπαιξε μπροστά τους, δείχνοντας μια σειρά από χτυπήματα ακριβείας, που έδιναν πόντους στον παίκτη. Τους έπεισε και απέδειξε ότι δεν επρόκειτο για παιχνίδι τζόγου, βοηθώντας καθοριστικά στη νομιμοποίησή του.
Το φλίπερ πλέον δεν είναι ένα «περιθωριακό» παιχνίδι. Για τους λάτρεις, υπάρχει η Παγκόσμια Ένωση Φλίπερ (International Flipper Pinball Association), η οποία κάθε χρόνο διοργανώνει Παγκόσμιο Πρωτάθλημα, στο οποίο συμμετέχουν οι καλύτεροι παίκτες στον κόσμο.
Τα πρώτα φλίπερ
Τα φλίπερ πρωτοεμφανίστηκαν το 1830 και τότε έμοιαζαν σαν να έπαιζε κάποιος μπιλιάρδο σε επικλινή θέση. Οι παίκτες χτυπούσαν τις μπάλες με στέκες, αλλά μπροστά από τις τρύπες υπήρχαν μικρές κορύνες. Αργότερα, το παιχνίδι πήρε μορφή και έγινε μηχάνημα από τον Μοντάκ Ρεντγκρέιβ, που το ονόμασε «ballshooter».
Γρήγορα, έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές στα αμερικάνικα και γαλλικά καφέ. Για να παίξει κάποιος, πλήρωνε «ενοίκιο» για τις μπάλες.