Κάθε πρωί, οι ένοικοι του οίκου, «Casa Susanna» συγκεντρώνονταν στο μπάνιο για τον καθημερινό καλλωπισμό τους.
Ντυμένοι με μακριές νυχτικιές, σατέν ρόμπες και ντελικάτες παντόφλες, δεν διέφεραν σε τίποτα από τις πλούσιες, κομψές γυναίκες της Νέας Υόρκης.
Μέχρι τη στιγμή που σαπούνιζαν τα μάγουλα τους και άρχιζαν να ξυρίζονται!
Στο σπίτι ήταν ένας πιλότος, ένας επιχειρηματίας, ένας λογιστής, ένας βιβλιοθηκάριος, ένας φαρμακολόγος, ένας εκδότης εφημερίδας και ένας εισαγγελικός μεταφραστής.
Τις εργάσιμες μέρες ήταν κύριοι με ακριβά κοστούμια, συζύγους, παιδιά, σκυλιά και υποχρεώσεις.
Αλλά τα σαββατοκύριακα ταξίδευαν μέχρι την «Casa Susanna» και άφηναν τον εαυτό τους ελεύθερο.
Φορούσαν φορέματα και περούκες και γίνονταν αυτό που πραγματικά ένιωθαν: η Φελίσιτι, η Σύνθια, η Γκέιλ, η Σάντι, η Φιόνα, η Βιρτζίνια και η Σουζάνα.
Τίτο Βαλέντι
Οικοδέσποινα ήταν, ασφαλώς, η Susanna.
Πέντε μέρες την εβδομάδα η «Susanna» άκουγε στο όνομα Τίτο Βαλέντι και εργαζόταν ως δικαστικός μεταφραστής.
Η σύζυγός του, Μαρί, τον συντρόφευε τα σαββατοκύριακα και είχε ένα κατάστημα με περούκες, με το οποίο εφοδίαζε πολλούς απ’ τους επισκέπτες του σπιτιού.
Ο Τίτο Βαλέντι ήταν ετεροφυλόφιλος, αγαπούσε τη γυναίκα του και ήταν εξαιρετικός στη δουλειά του.
Αλλά από μικρός του άρεσε να ντύνεται σαν γυναίκα.
Ένιωθε ότι άφηνε πίσω του τους αντρικές υποχρεώσεις που του επέβαλε η κοινωνία και μπορούσε να εξερευνήσει ξένες πτυχές του χαρακτήρα του.
Αποκάλυψε στη Μαρί το ιδιαίτερο χόμπι του και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησαν μια σειρά σεμιναρίων, που διοργάνωναν κάθε σαββατοκύριακο στο διαμέρισμά τους στη Νέα Υόρκη.
Ο Βαλέντι μάθαινε σε άλλους ενδιαφερόμενους πώς να ντύνονται, να βάφονται, να χτενίζονται και να κινούνται, έτσι ώστε να μοιάζουν με γυναίκες.
Απέκτησε τόσους πολλούς πελάτες, που αγόρασε ένα σπίτι στα προάστια της Νέας Υόρκης, το οποίο ονόμασε «Casa Susanna».
Εκεί, για 25 δολάρια το σαββατοκύριακο, άντρες μπορούσαν να ζήσουν την καθημερινότητα μιας γυναίκας.
Έπαιζαν χαρτιά, έπλεκαν, ψώνιζαν, μαγείρευαν και αντάλλαζαν απόψεις για τη μόδα, τη μουσική και τα παιδιά τους.
Οι πλειονότητα των ενοίκων χαρακτήριζαν τους εαυτούς τους ως ετεροφυλόφιλους και είχαν οικογένειες.
Πολλούς τους συνόδευαν οι γυναίκες τους, που ταίριαζαν απόλυτα με την υπόλοιπη παρέα.
Η απελευθέρωση του αντρικού φύλου
Οι άντρες της «Σουζάνα» δεν ήθελαν να προκαλέσουν με τη συμπεριφορά τους ούτε να χρωματίσουν σεξουαλικά την εμφάνισή τους.
Φορούσαν σεμνά φορέματα, λευκά γάντια, χαμηλοτάκουνα παπούτσια που θύμιζαν περισσότερο τη συντηρητική μόδα του 1950, παρά τις μίνι φούστες των ‘60s.
Κυκλοφορούσαν στη γειτονιά ντυμένοι με τα ακριβά κομψά τους ρούχα, το κόκκινο κραγιόν και τις καλοχτενισμένες περούκες.
Στην αρχή οι γείτονες τους σχολίαζαν αρνητικά, αλλά συνήθισαν πολύ γρήγορα την παρουσία τους.
«Δεν ενοχλούσαν κανέναν, ήταν πολλοί ευγενικοί και έφερναν χρήμα στην περιοχή», δήλωσε η Γουίλμα Χάρτι, που εργαζόταν στο τοπικό παντοπωλείο.
Βέβαια, δεν έλειπαν και οι πικρόχολοι που σχολίαζαν ότι «αν έπαιρνε φωτιά το σπίτι, δεν θα έτρεχαν να τη σβήσουν».
Ο σεναριογράφος Χάρβεϊ Φίρστιν, που έγραψε ένα θεατρικό έργο βασισμένο στην ιστορία του σπιτιού, ανέλυσε βαθύτερα τη ψυχολογία των ενοίκων:
«Ντύνονταν γιατί ήθελαν να χάσουν τον αντρικό ρόλο».
«Δεν χρειάζεται να φτιάξω το αυτοκίνητο, δεν χρειάζεται να έχω όλες τις απαντήσεις, δεν χρειάζεται να βγάλω το ψωμί για την οικογένειά μου».
Στο «Casa Susanna» μπορούσαν να έχουν όλη την απόλαυση της γυναικείας φύσης, χωρίς τα αρνητικά».
Ο χαμένος θησαυρός
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, το «Casa Susanna» έκλεισε για άγνωστους λόγους και όλα έδειχναν ότι η μυστική ζωή των ενοίκων θα χανόταν για πάντα.
Όμως, το 2005 εκδόθηκε βιβλίο με τις φωτογραφίες τους, από τους έμπορους αντικών Ρόμπερτ Σουόπ και Μισέλ Χερστ.
Σε ένα τοπικό παζάρι βρήκαν ένα κουτί με 400 φωτογραφίες από τo «Casa Susanna».
Οι ένοικοι του σπιτιού απαθανάτιζαν κάθε στιγμή της καθημερινότητάς τους.
«Η φωτογραφία ήταν αναγκαία για αυτούς. Ήταν η μοναδική απόδειξη ότι υπήρχαν και σαν γυναίκες», λέει ο Μισέλ Χερστ.
Προσπάθησαν να εντοπίσουν και να επικοινωνήσουν με τη «Σουζάνα», αλλά δεν την βρήκαν ποτέ.
Το τέλος του σπιτιού παραμένει ένα μυστήριο.
Οι φωτογραφίες υπάρχουν στο βιβλίο «Casa Susanna» των Michel Hurst και Robert Swope.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το άρθρο των New York Times, το time.com και το chronogram.com.