Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές της Επανάστασης του 1821 που διακρίθηκε τόσο για τον απαράμιλλο ηρωισμό του όσο και για το ήθος του.
Γεννήθηκε το 1770 στο Ραμοβούνι, ένα βουνό κοντά στο Βασιλικό Μεσσηνίας.
Η καταγωγή του ήταν από το Λιμποβίσι , χωριό της Γορτυνίας στην Αρκαδία ενώ τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Αλωνίσταινα Αρκαδίας.
Μάλιστα, όπως ανέφερε και η ιστορική εφημερίδα «Αιών», η ονομασία του χωριού Λιμποβίσι ήταν «σλαβωνικής μεν καταγωγής, σημαίνουσαν δε Όρος Δόξης».
Γενέτειρα του γενάρχη της οικογένειάς του ήταν το Κότσικα, μετέπειτα Ρουπάκι και παλαιότερα Τουρκολέκα και το επώνυμο που είχε αρχικά ήταν Τσεργίνης, κατά πάσα πιθανότητα σλαβικής προέλευσης. Επικρατέστερες εκδοχές του επιθέτου ενδεχομένως να είναι το «Cerginis» (Τζεργκίνης, το «cer» σλαβικό) που στα αρβανίτικα του Μοριά σήμαινε «μαυριδερός Γιάννης» αλλά και το «Çerginis» (Τσεργκίνης, το «Çer» βλάχικο) που σήμαινε «έξυπνος Γιάννης».
Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι ενός παλιού σχετικού δημοτικού τραγουδιού:
[…] απ’ το Ρουπάκι ένας αϊτός πετά στο Λιμποβίσι και την φωλιά του έχτισε κοντά σε κρύα βρύση…».
Ένας από τους διασωθέντες κατοίκους του χωριού Ρουπάκι ήταν ο Τριανταφυλλάκος Τσεργίνης.
Εγγονός του Τριανταφυλλάκου (ή Τριαντάφυλλου) Τσεργίνη, ήταν ο Δήμος Τσεργίνης, πρωτοστάτης σε πολλές εξεγέρσεις κατά των Τούρκων που ονομαζόταν και Μπότσικας.
Το παρατσούκλι το πήρε επειδή οι στρογγυλοί γοφοί και το μικρό του ανάστημα παρέπεμπαν στο φυτό μπότσικα ή σκιλλοκρέμμυδο που είχε στρογγυλή ρίζα και μικρό βλαστό.
Ο γιος του Δήμου, Ιωάννης, υιοθέτησε αργότερα το επίθετο Μπιθεγκούρας.
Προερχόταν από τα συνθετικά «μπιθ» και «γκούρ» που στα αρβανίτικα σήμαινε αυτός που είχε τον «κώλο σαν κοτρόνι».
Το πρόσωπο στο οποίο αναφερόμαστε είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Το επίθετό του σημαίνει ό,τι και το Μπιθεγκούρας. Γι’ αυτό και μεταφράστηκε ακριβώς από τα αρβανίτικα στα ελληνικά. Ήταν χαρακτηριστικό της εποχής άλλωστε τα ονόματα και τα επώνυμα να μην είναι δηλωτικά εθνικής καταγωγής αλλά δηλωτικά επαγγέλματος ή ιδιότητας, παρατσούκλια ή ακόμη πατρωνυμικά και μητρωνυμικά.
Όσο δε για την ελληνικότητα ή μη του επιθέτου του Γέρου του Μοριά, όπως θα ανέφερε και ο «αιρετικός» συγγραφέας και δημοσιογράφος, Βασίλης Ραφαηλίδης, στο βιβλίο του «Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού Κράτους 1830-1974»:
«Γνησιότερος (εννοεί Έλληνας) δε θα μπορούσε να υπάρξει, και το αιματολογικό ψάξιμο για τις ρίζες του είναι ενασχόληση για ηλίθιους».