Ένα από τα μελανότερα σημεία στην ιστορία της κυπριακής αστυνομίας σημειώθηκε τα Χριστούγεννα του 1993 στη Χλώρακα της Πάφου.
Η αποτυχημένη προσπάθεια να σωθεί η Έ. Κ. που είχε πέσει θύμα απαγωγής, κατέληξε σε τραγωδία.
Ο Λ. Α., 34 ετών, ζούσε με τη γιαγιά του στην Κισσόνεργα. Διαζευγμένος με δύο παιδιά, είχε χάσει τη μητέρα του από μικρή ηλικία.
Η Έ. Κ., αρκετά νεότερη του, μόλις 22 ετών, ζούσε με τους γονείς της στη Λεμεσό.
Οι δυο τους είχαν γνωριστεί έξι μήνες πριν τα τραγικά γεγονότα.
Οι γονείς της κοπέλας όμως ήταν αντίθετοι, αλλά η Έ. συνέχισε να συναντά τον Λ.
Οι γονείς της αποφάσισαν να την στείλουν στην Αγγλία, για να τον ξεχάσει.
Όμως ούτε και αυτό στάθηκε εμπόδιο. Η κοπέλα επέστρεψε κρυφά στην Κύπρο 15 μέρες μετά την αναχώρησή της για το Λονδίνο και αποφάσισε να συζήσει με τον 34χρονο στη Χλώρακα και σύντομα αρραβωνιάστηκαν κρυφά.
Τότε, όπως ανέφεραν οι γείτονες του ζευγαριού, ξεκίνησαν οι καυγάδες.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που το κλάμα της Έ. και οι φωνές του Λ. ακούγονταν μέχρι τα διπλανά σπίτια.
Ένας τέτοιος καυγάς, οδήγησε και στην χριστουγεννιάτικη τραγωδία.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, μια διαφωνία εξελίχθηκε σε σύγκρουση και εν τέλει σε ομηρία.
Από τις 11:00 το βράδυ, ο Λ. κρατούσε την αρραβωνιαστικιά του μέσα στο σπίτι και σημάδευε διαρκώς το κεφάλι της με ένα κυνηγετικό όπλο.
Το επόμενο πρωί, οι γείτονες άκουσαν το κλάμα και τις φωνές της Ε.
Ο γείτονας Χρύσανθος Χρυσάνθου, τηλεφώνησε στην Αστυνομία για να καλέσει βοήθεια.
«Μία κοπέλα από το δίπλα διαμέρισμα ζητά βοήθεια και ακούω κτυπήματα στους τοίχους», είχε πει.
Στο σημείο άρχισαν να σπεύδουν αστυνομικές δυνάμεις, συγγενείς, φίλοι, αλλά και πλήθος κόσμου που είχε ξεσηκωθεί από τη φασαρία.
«Κρατά το σιηπέτο τζιαί εννά με παίξει», φώναζε η κοπέλα.
Ο απαγωγέας και αρραβωνιαστικός της Έ., απειλούσε πως αν πάει κάτι στραβά, θα σκοτώσει την κοπέλα με το κυνηγετικό όπλο που κράταγε και έπειτα θα αυτοκτονούσε. Αιτήματα δεν είχε. Η Αστυνομία έπρεπε να δράσει γρήγορα.
Οι αποτυχημένες διαπραγματεύσεις
Οι ώρες περνούσαν. Η αγωνία συγγενών και φίλων κορυφώνονταν.
Οι αστυνομικοί, προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν με τον Λ. προκειμένου να αφήσει ελεύθερη την κοπέλα.
Τίποτα, όμως, δεν τον έπειθε.
Τα «υπνωτικά σουβλάκια»
Κάποια στιγμή ζήτησε σουβλάκια και τσιγάρα.
Η πληροφορία που κυκλοφόρησε ήταν ότι η αστυνομία εκμεταλλεύτηκε το αίτημα του Λ. για να τον υπνωτίσει. Παρήγγειλε τα σουβλάκια στα οποία έριξαν υπνωτικές ουσίες με σκοπό να αφοπλίσουν τον νεαρό. Δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα.
«Σκότωσ’ με τζιαι μεν με βασανίζεις άλλο» – Το τραγικό τέλος
Οι ώρες πέρναγαν και είχε ήδη νυχτώσει.
Η Έ. φώναζε πως δεν αντέχει άλλο.
«Σκότωσ’ με τζιαί μεν με βασανίζεις άλλο», παρακαλούσε τον Λ. Λίγη ώρα πριν, τον ικέτευε να ανοίξει λίγο τα παράθυρα να πάρει αέρα. Οι αντοχές της όμως είχαν τελειώσει.
Η κατάσταση κρίθηκε κρίσιμη και η αστυνομία έκρινε ότι η ζωή της κοπέλας κινδύνευε άμεσα και έπρεπε να δράσει αποφασιστικά και γρήγορα.
Ο Υπουργός έδωσε την εντολή και οι άνδρες της Μηχανοκίνητης Μονάδας Άμεσης Δράσης, ανέλαβαν δράση.
Έσπασαν την πόρτα του σπιτιού, έριξαν δακρυγόνα και άρχισαν να πυροβολούν.
Οι συνέπειες ήταν τραγικές.
Ο Λ. που κρατούσε την Ε. ως ασπίδα τραυματίστηκε και πέθανε ακαριαία, ενώ η 24χρονη κοπέλα τραυματίστηκε σοβαρά και υπέκυψε λίγες ώρες μετά στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου.
Η διπλή τραγωδία προκάλεσε την κυπριακή κατακραυγή που έκανε λόγο για τη «δολοφονία της αγάπης». Μάλιστα, πήρε μεγάλες διαστάσεις, με τον διεθνή Τύπο να κάνει λόγο για κυπριακό μακελειό.
Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 1997 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, έκρινε ότι η ΜΜΑΔ δεν χρησιμοποίησε περιττή βία και αποφάνθηκε ότι η απειλή εναντίον της κοπέλας ήταν τόσο εμφανής και ξεκάθαρη που δικαιολογούσε άμεση επέμβαση. Μια απόφαση που δεν αποτελεί παρηγοριά για τους γονείς των παιδιών ούτε βέβαια και για την αστυνομία.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Ο αστυνομικός που σκότωσε νεαρό άνδρα για λόγους τιμής. Το έγκλημα πάθους που συγκλόνισε την Κύπρο. Ο αστυνομικός υποψιαζόταν πως ο 21χρονος είχε σχέσεις με τη γυναίκα του αλλά φόνευσε το φίλο του …