Ο Τζόνι Κας γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 1932, στην Κίνγκσλαντ του Άρκανσο.
Ο πατέρας του, Ρέι Κας, καταγόταν από Σκωτσέζους αποίκους. Είχε ερωτευτεί και παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα, την Κάρι.
Δούλευε σκληρά, ώστε να μην λείψει ποτέ «ο άρτος και ο οίνος» από το οικογενειακό τραπέζι.
Ένα τραπέζι που σίτιζε μια πολυμελή οικογένεια.
Τα πρώτα χρόνια
Ο μικρός Τζέι Ρ. Κας, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, άρχισε να δουλεύει από μικρή ηλικία στα μπαμπακοχώραφα και τη μικρή φάρμα του πατέρα του. Μεγάλη παρηγοριά του ήταν πάντα το ραδιόφωνο με μπαταρίες, που του αγόρασε ύστερα από την προτροπή της μητέρας του, η οποία τον άκουσε μια μέρα κατά λάθος να τραγουδάει και του είπε ότι είναι προικισμένος με ένα Θείο δώρο.
Η μάνα του διορατική και γενναιόδωρη, ξενοπλένει για να πληρώνει τα μαθήματα φωνητικής που του έκανε η δεσποινίς Λα Βάντα Μέι Φίλντερ, η οποία θα αποφανθεί ότι δεν έχει τίποτα να διδάξει στον πιτσιρικά με την θεϊκή φωνή και την άψογη άρθρωση.
Ο Κας θα τελειώσει το σχολείο για το οποίο επιδεικνύει χαρακτηριστική αδιαφορία, εξαιρώντας τα μαθήματα αγγλικών και ιστορίας. Αμέσως μετά θα φύγει για το Ντιτρόιτ, με σκοπό να δουλέψει σε κάποια αυτοκινητοβιομηχανία.
Παρατάει αμέσως την δουλειά για να καταταγεί στην Πολεμική Αεροπορία, όπου θα δείξει ένα εκπληκτικό ταλέντο στις διαβιβάσεις και τον χειρισμό ασυρμάτου.
Τζέι Ρ. Κας. Ο κατάσκοπος του Ψυχρού Πολέμου
Γνωρίζει μια μελαχρινή καλλονή, την Βίβιαν Λίμπερτο και ερωτεύονται. Τότε έρχεται η μετάθεση στη Γερμανία.
Ωστόσο είναι η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και σαν διαβιβαστής χειρίζεται απόρρητα έγγραφα και αποκωδικοποιεί τις κινήσεις της Σοβιετικής Αεροπορίας μέσω των σημάτων Μορς.
Όταν άνοιξαν κάποια αρχεία, μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, αποκαλύφθηκε ότι είχε και κατασκοπική δράση.
Στη Γερμανία αγοράζει την πρώτη του κιθάρα προς 5 δολάρια, δοκιμάζει καινούρια ποτά και δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε ένα στρατιωτικό έντυπο.
Ανάμεσα στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, τους μεθυσμένους καυγάδες και την συγγραφή ποιημάτων, ο Κας πάντα αλληλογραφεί με την αγαπημένη του.
Όταν απολύθηκε από την Πολεμική Αεροπορία και επέστρεψε στις ΗΠΑ, ο Τζέι Ρ. παντρεύεται την Βίβιαν, στον Σαν Αντόνιο του Τέξας. Βρίσκει φιλότιμα δουλειά ως πλανόδιος πωλητής, αλλά τα πάει εξαιρετικά άσχημα. Συνεχίζει όμως να μοχθεί έχοντας την συμπαράσταση του αφεντικού του, Τζόρτζ Μπέιτς.
«Τα μαύρα είναι ότι πρέπει για την εκκλησία» είπε και η συνέχεια γνωστή!
Το μυαλό και η καρδιά του ήταν πάντα στο ραδιόφωνο και τη μουσική. Θα παρακολουθήσει μαθήματα ραδιοφωνίας και επικοινωνίας στη σχολή Κίγκαν του Μισισιπή, ενώ ταυτόχρονα θα στήσει μια τριμελή μπάντα με τους θρυλικούς σήμερα Μάρσαλ Γκράντ και Λούθερ Πέρκινς. Η μπάντα κάνει την πρώτη δημόσια εμφάνιση σε μια εκκλησία στο βόρειο Μέμφις . Αποφάσισαν να εμφανιστούν με μαύρα σακάκια και μαύρα παντελόνια.
Ο Κας επέμενε σε αυτό. «Τα μαύρα είναι ό,τι πρέπει για την εκκλησία», ήταν το επιχείρημα του.
Από τότε το έμεινε το «Μan in Black», δηλαδή «Ο Άντρας με τα Μαύρα».
Η ενθουσιώδης ανταπόκριση του κοινού, έπεισε τον τραγουδιστή να επιταχύνει τη ροή των πραγμάτων. Και έτσι έγινε.
Το πρώτο του αφεντικό, Τζορτζ Μπέιτς, χρηματοδότησε την πρώτη του εμφάνιση.
Αμέσως μετά πήγε με όλο του το θράσος στην Sun Records, όπου έπεισε τον Σαμ Φίλιπς να τον ακούσει.
Ακολούθησε το πρώτο του συμβόλαιο και μια γρήγορη πορεία προς την επιτυχία.
Πριν το καλοσκεφθεί είχε γίνει είδωλο στην Αμερική και σε πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο. Τα πάντα έγιναν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Ηχογραφήσεις, περιοδείες και ένας θρύλος στα σκαριά
Το πρώτο σινγκλ με τα κομμάτια «Hey Porter» και «Cry Cry Cry» θα σημάνει την αρχή της σταδιοδρομίας του.
Ύστερα από προτροπή του Φίλιπς, αλλάζει το όνομα του σε Τζόνι. Μια σχεδόν αυτοσχεδιαστική ηχογράφηση μένει στην ιστορία, μιας και συμμετέχουν παίζοντας με όλη τους την καρδιά, οι τυχαία συγκεντρωμένοι στα στούντιο της Sun Records, Έλβις Πρίσλεϊ, Τζέρι Λη Λιούις, Καρλ Πέρκινς και φυσικά ο Τζόνι Κας.
Ο Κάρλ Πέρκινς ύστερα από μια συζήτηση που είχε με τον Κας, εμπνεύστηκε σε χρόνο ρεκόρ,το θρυλικό «Blue Suede Shoes», από μια φράση που χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους.
Εκείνη την περίοδο συνδέεται με στενή φιλία με τον μουσικό Ρόι Ορμπισον. Λίγο μετά ο κόσμος παραληρεί με το κομμάτι «I Walk the Line».
To συγκρότημα αδιάσπαστο αλωνίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες, παίζοντας τραγούδια και συμπεριφερόμενοι σαν μικρά παιδιά, που πήγαν στο λούνα παρκ.
Μερικά παιχνίδια τους όμως ήταν εξόχως επικίνδυνα. Ο Γκράντ είναι μανιακός με τα εκρηκτικά και πείθει τον Πέρκινς και τον Κας να εκτοξεύουν τρακατρούκες, να βάζουν μικρές βόμβες σε τουαλέτες ξενοδοχείων που έμεναν και να ανατινάζουν εγκαταλελειμμένες αγροικίες.
Ήταν πάντα οπλισμένοι, με πιστόλια, καραμπίνες και μασούρια δυναμίτη. Είχαν στην κατοχή τους ως και ένα μικρό κανόνι!
Η επιτυχία ήταν τρομερή και η αλλαγή στη ζωή του τρομακτική. Ο εθισμός στη νικοτίνη, το αλκοόλ και τις αμφεταμίνες είχαν επηρεάσει την καθημερινότητα του.
Ο χωρισμός που τον στιγμάτισε και ο ιδιαίτερος τρόπος που έγραφε τις επιτυχίες του
Απομακρύνθηκε από την γυναίκα του, η οποία προτιμούσε ένα πιο παραδοσιακό πρότυπο άντρα στο πλευρό της και παρόλο που ο Κας ήταν πρότυπο πατέρα η Βίβιαν τον χώρισε οριστικά, ραγίζοντας την καρδιά του. Εκείνος έγραφε ποιήματα απογοήτευσης, νοσταλγίας και μελαγχολίας προσπαθώντας να ξεπεράσει τις οικογενειακές του δυσκολίες.
Χρησιμοποιούσε πάντα τη δική του μέθοδο. Έγραφε όπου έβρισκε, σε τετράδια, χαρτοπετσέτες, πακέτα από τσιγάρα. Έπειτα τα παράχωνε στις τσέπες του και μετά, ανακατεύοντας τις σημειώσεις του συνέθετε έμμετρα ποιήματα που δεν αργούσαν να γίνουν τα τραγούδια και μετά τεράστιες επιτυχίες. Με αυτή τη μέθοδο «Ο Άντρας με τα Μαύρα» δημιούργησε πάνω από 500 κομμάτια.
Το κεφάλαιο «Τζουν Κάρτερ»
Κάτι έπεσε από τα χέρια της Τζουν, ο Τζόνι το σήκωσε, της το έδωσε ευγενικά και όταν αντίκρισε το θεσπέσιο βλέμμα της της είπε : «Είσαι υπέροχη! Με παντρεύεσαι;» για να πάρει αμέσως την απάντηση: «Ξέρεις ότι είμαι παντρεμένη» και εκείνος απτόητος αποκρίθηκε : «Θα τα βρούμε!»
Και μετά από μεγάλες περιπέτειες και απορρίψεις, τα βρήκαν. Παντρεύτηκαν την 1η Μαρτίου 1968. Λίγο πριν είχαν εμφανιστεί μαζί στις φυλακές Φόλσομ και είχαν τραγουδήσει στο «αυθεντικό» κοινό του Κας, τους αμαρτωλούς, τους έγκλειστους και τους ξεγραμμένους.
Ένα χρόνο μετά θα κάνουν το ίδιο στο κολαστήριο του Σεντ Κουεντίν. Και τα δυο άλπμπουμ θα γνωρίσουν συγκλονιστική επιτυχία και θα πουλήσουν περισσότερα από 24 εκατομμύρια δίσκους, ενώ γίνονται και διαχρονικά.
Μια πολύ δυνατή στιγμή ήταν, όταν ο Κας συνέστησε στο αμερικανικό κοινό, με ιδιαίτερη ευαισθησία τον δημιουργό του τραγουδιού «Greystone Chapel», Γκλεν Σέρλεϊ, έναν άμοιρο κατάδικο με καλή καρδιά.
Η Τζουν θα σταθεί πλάι του και θα μαζί θα κάνουν και ένα γιο. Χάρη στην αγάπη και την υπομονή της ο Τζόνι Κας θα απεξαρτηθεί από τις κακές συνήθειες και θα καταφέρει να μείνει σχετικά πιστός στην αγάπη και την μουσική, δυο ανυπέρβλητες αξίες για τον τον ίδιο.
Φυσικά κατά περιόδους κύλησε πάλι στα ναρκωτικά και στην απιστία, αλλά πάντα επέστρεφε στην Τζουν, που ήταν ό,τι πιο σταθερό υπήρχε στη ζωή του.
Κάθε συναυλία είναι λειψή, αν δεν είναι κι η Τζουν εκεί, έλεγε πολύ συχνά
Ένας καλλιτέχνης με μεγαλείο ψυχής για τις νεότερες γενιές μουσικών
Ο Τζόνι διέθετε πάντα μεγαλείο ψυχής, εγκωμιάζοντας νεότερους «τροβαδούρους» και δεν έχανε την ευκαιρία να ανοίγει το δρόμο σε κάθε ταλαντούχο λάτρη της μουσικής. Ο Μπόμπ Ντύλαν, ο Κρις Κριστόφερσον, ο Μπόνο και ο Νικ Κέιβ όχι μόνο αγάπησαν τον Κας αλλά και αγαπήθηκαν από τον «Άντρα με τα Μαύρα», εμπράκτως! Κανένας άλλος «γέροντας» στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ από νέες γενιές.
Μαζί με τον δυναμικό παραγωγό Ρικ Ρούμπιν, ο Τζόνι Κας δημιούργησε 4 άλμπουμ – γέφυρες, ερμηνεύοντας με την υπέροχη φωνή του, τραγούδια από τη σύγχρονη ροκ μουσική, με την ονομασία «AMERICAN».
Ένας μεγαλειώδης αποχαιρετισμός.
Τον Μάιο του 2003 φεύγει από τη ζωή η Τζουν Κάρτερ. Λίγους μήνες μετά συντετριμμένος φύγει και ο Τζόνι. Ήταν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 2003.
To 2005 κυκλοφόρησε η ταινία «Walk the Line», που αφηγείται τη ζωή του καλλιτέχνη της κάντρι μουσικής, με πρωταγωνιστές τον Χοακίν Φοίνιξ και την Ρις Γουίδερσπουν.
Πηγή: «Τροβαδούροι» του Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασακάκη, εκδόσεις: μικρός ΙΑΝΟΣ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: